Τασσώ Καββαδία
Αυτή η αξεπέραστη «στρίγγλα», του κινηματογράφου μας !
Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Υποδύθηκε με άφατη ηθική ένταση την κακιά, μοχθηρή, εκδικητική, την νευρωτική, την στερημένη από τις ηθικές χαρές τις ζωής, που μέσα από το μίσος και την κοινωνική μοχθηρία, ξεδιψούσε την ανήλιαγη ζωή της και τα αποξηραμένα νιάτα της και κέρδισε αδιαφιλονίκητα με το ακένωτο υποκριτικό της τάλαντο, την καρδιά μας, αυτή η έξοχη «μέγαιρα» του ασπρόμαυρου κινηματογρά-φου μας ! Άλλοτε ως άσπλαχνη αδελφή του Αλέκου Αλεξανδράκη στο «Κλωτσοσκούφι», ενίοτε ως ανελέητη δεσμοφύλακας της μεγάλης μας ενζενί Ζωής Λάσκαρη στην «Στεφανία», ενίοτε ως δολοπλόκα πεθερά! Σε τούτο άλλωστε κατέτεινε για αυτούς τους ειδεχθείς και σκοτεινούς ρόλους, το βλοσυρό βλέμμα της, τα σουφρωμένα χείλη της, η κοφτή φωνή της και το στεγνό «ξερακιανό» πρόσωπό της. Ήταν η μοναδική «κακιά» της μεγάλης οθόνης και του θεάτρου μας ενίοτε, Τασσώ Καββαδία. Αυτή η σπουδαία ηθοποιός, που όσο μίσος και μοχθηρία έβγαζε με ανεκλάλητη υποκριτική δεινότητα στις ταινίες, τόσο γλυκύτατος και πεπαιδευμένος άνθρωπος υπήρξε στη ζωή. Με μια σπάνια πολυεδρική παιδεία, που εκκινούσε από την υποκριτική τέχνη και την σκηνογραφία και εξετείνετο, μέχρι την ζωγραφική και την λογοτεχνία. Εξάλλου μέγιστο είναι το έργο της έξοχης Τασσούς και στο φάσμα της μετάφρασης, όπου με αριστοτεχνικό τρόπο – ούσα πολύγλωσση και με πλατιά συγγραφική αρματωσιά – έχει μεταφράσει ένα μεγάλο όγκο αριστουργημάτων του παγκόσμι-ου δραματολογίου, περιλαμβάνοντας από Ερρίκο Ίψεν και Σαίξπηρ, μέχρι Αγουστο Στρίνμπεργκ, μέχρι Άντον Τσέχοφ.
Η «φαρμακόγλωσση» του κινηματογράφου μας είδε το φως της ζωής, στις 10 Ιανουαρίου 1921 στην αστική Πάτρα – με ζωτική παρουσία πάντα στην κοινωνική και πολιτισμική πρωτοπορία – μέσα σε ένα περιβάλλον ηθικής ευμάρειας και οικονομικής αυτοδυναμίας, αλλά και με τις αυστηρές αρχές και τα παιδευτικά πρότυπα της εποχής. Καίτοι διψούσε για πανεπιστημιακές σπουδές, ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψει και της επιβάλλει τελικά για γαμπρό, τον βιομήχανο Αντώνη Σαλαπάτα. Θα αποδεχθεί αυτό τον γάμο, από τον οποίο εξάλλου και θα αποκτήσει και τρία παιδιά – τον Γιώργο, τον Βασίλη και την Ευγενία – ωστόσο σύντομα θα χωρίσει για να έλθει στην Αθήνα και να πραγματώσει τα όνειρά της. Εξάλλου η ίδια σχολιάζοντας τον πρώτο της γάμο, που πέρα από την πολιτισμική ετερογένεια που είχε με τον άνδρα της, την βοήθησε να κάνει αρκετά γόνιμα πράγματα, θα πεί εξομολογητικά : «Εκείνα τα χρόνια με τον πρώτο σύζυγό μου ήταν πολύ δημιουργικά για μένα. Σπούδασα πιάνο, έμαθα τη γραφή των τυφλών και έγραφα βιβλία γι’ αυτούς, ήμουν νοσοκόμα και ανήκα στο τμήμα ψυχαγωγίας του Ερυθρού Σταυρού -γιατί τότε ήταν ο πόλεμος του ’40- κι ένα σωρό άλλα πράγματα, παράλληλα με τις υποχρεώσεις μου ως μητέρα. Εξέπεμπα όμως σε άλλο μήκος κύματος από εκείνον και διαλύσαμε τον γάμο μας». Ερχόμενη στην Αθήνα όμως, θα κάνει και έναν δεύτερο γάμο, με τον συγγραφέα Βασίλη Καζαντζή και ξεκινάει την καλλιτεχνική της «μετάλλαξη». Σπουδάζει πιάνο στην Αθήνα, υποκριτική στην Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, δίπλα στον μεγάλο δάσκαλο – θεατράνθρωπό μας Κάρολο Κούν – σκηνογραφία και ενδυματολογία με τον μαίτρ του είδους τον έξοχο Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και ζωγραφική και διακόσμηση στο Παρίσι. Μάλιστα στο Θέατρο Τέχνης θα καθίσει επτά ολόκληρα χρόνια – τρία στην Σχολή και τέσσερα στο Θέατρο – εντρυφώντας στα άδυτα της υποκριτικής δίπλα στον Κούν – και υποδυόμενη πλήθος ρόλων, σε πάρα πολλές παραστάσεις. Με αντίτιμο όπως είχε πεί χαρακτηριστικά, «ένα φλιτζάνι καφέ και ένα πακέτο τσιγάρα» ! Παράλληλα εξοπλίζεται με την επίζηλη γλωσσομάθειά της, που θα τις ανοίξει μεγάλους ορίζοντες, στις διεθνείς πολιτιστικές τάσεις. Πολυεδρική αισθητική παιδεία, που στην κυριολεξία κινητροδοτεί και «κατευθύνει» τα κατοπινά καλλιτεχνικά της βήματα, στο θέατρο, τον κινηματογρά-φο, την τηλεόραση, την μετάφραση και στερνά την συγγραφή.
Από το 1954 έτσι έως το 1967 εργάζεται τόσο ως δημιουργός, όσο και ως εκτελεστής, με την σπάνια χαρακτηριστική φωνή της, να δεσπόζει και να έχει δημιουργήσει ένα ακροατήριο, φανατικών ακροα-τών. Το διάστημα 1955 έως 1969, εργάστηκε ως δημοσιογράφος του ελεύθερου και καλλιτεχνικού ρεπορτάζ, αφήνοντας και εκεί με την υψηλή αισθητική της αρματωσιά, ανεξάλειπτα τα εμπνευσμένα βήματά της. Ενώ στο ίδιο πλαίσιο θα κάνει αμέτρητες μεταφράσεις θεατρικών και λογοτεχνικών έργων.
Πρόβα τζενεράλε κινηματογραφικά, όπως εξομολογείτο και η ίδια στον μισάνθρωπο ρόλο της κακιάς, είχε κάνει με το «Κυριακάτικο ξύπνημα» του Μιχάλη Κακογιάννη, όπου και υποδύετο την νευρωτική σύζυγο του Παππά. Ήταν τόσο υποδειγματική στην ερμηνεία της, που έκτοτε κληρονόμη-σε τον ρόλο. Ένας ρόλος που την κατέστησε γνωστή στο κοινό και τις άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του κινηματογράφου. Τον γνώριζε καλά, τον έπαιζε άρτια και τον πληρώνονταν αντίστοιχα. «Έπαιξα και άλλους ρόλους όπως της ωραίας κυρίας και τι έγινε;» θα πεί. «Σιγά κανείς δεν θυμάται, οι ρόλοι της κακιάς ήταν αυτοί που με καθιέρωσαν» ! Και μάλιστα θα συναντήσει και από τον πρώτο της ήδη ρόλο, την σθεναρή αντίδραση του δασκάλου της Καρόλου Κούν. Η εξατομίκευσή της ως «κακιάς», με την εμπορική επιτυχία, που διαφαίνονταν ότι θα την συνόδευε, δεν άρεσε καθόλου στον Κούν, που εκτιμούσε ότι το ποιοτικό ύφος της Σχολής, ήταν ανακόλουθο με τα στοιχεία του εμπορικού σινεμά. Θα πεί η ίδια χρόνια αργότερα «Καυγαδίζαμε συνέχεια και θυμάμαι πόσο μαρτύρησα μαζί του όταν έμαθε ότι θα παίξω στη δεύτερη ταινία μου, τη «Στέλλα». Διερωτούμενη μάλιστα τι εξωθούσε τους σκηνοθέτες, να της αναθέτουν τον ρόλο της στρίγγλας, θα πεί πως ο Κακογιάννης της είχε εξομολογηθεί «Έχεις κάτι στο βλέμμα σου που καρφώνει τον άλλον» ! Και με χιούμορ μάλιστα συνεχίζει «Δεν θα ξεχάσω στα γυρίσματα της «Στέλλας», που η Μελίνα αναρωτιόταν πώς θα μου δώσει εκείνο το χαστούκι. «Μη σε νοιάζει», της απάντησε ο Κακογιάννης, «την ώρα που θα παίζετε, η Τασσώ θα σε κοιτάζει με τέτοιο βλέμμα, που θα σε κάνει να της δώσεις τέσσερα χαστούκια» !!!
Την πρώτη της στο παλκοσένικο, η Τασσώ καββαδία θα πραγματοποιήσει το 1954, με την παράστα-ση του Θεάτρου Τέχνης – με το οποίο θα συνεργαστεί μέχρι το 1958 - «Μικρή μας πόλη», για να ακολουθήσει ένας καταιγισμός θεατρικών συμμετοχών, σε παραστάσεις μεγάλων δραματουργών, συνεργαζόμενη με όλους τους κραταιούς ηθοποιούς της τότε θεατρικής μας σκηνής, αλλά και τα μεγάλα θεατρικά σχήματα της εποχής. Και θα υποδυθεί πλήθος ρόλων με επιτυχία, με εξαίρεση την αρχαία τραγωδία, που και δεν της προτάθηκε ποτέ, αλλά και που η ίδια επιμελώς απέφυγε, από σεβασμό στο υψηλό της κύρος.
Δεν θα μπορούσε να μην διασταυρώσει τα βήματά της, με τον πατριάρχη της κινηματογραφικής μας βιομηχανίας Φιλοποίμην Φίνο, πλάϊ στον οποίο γιγαντώθηκε κινηματογραφικά και εξακτινώθηκε το καλλιτεχνικό της κύρος. Την παρθενική της εμφάνιση στα ένδοξα studio της Φίνος Φίλμ, θα πραγματοποιήσει το 1960 με την λατρεμένη μας ταινία «Το Κλωτσοσκούφι», στην οποία υποδύετο την κακιά και αυταρχική αδελφή του Αλέκου Αλεξανδράκη, που αντιτάσσεται στον παράφορο ερωτά του, για την παρακατιανή στην ταινία, Αλίκη Βουγιουκλάκη. Θα συνεχίσει την φρενήρη πορεία της, παίζοντας στην ταινία «Μιαν τρελή, τρελή σαραντάρα» υποδυόμενη την συντηρητική αδελφή της Ρένας Βλαχοπούλου, για να απογειωθεί ερμηνευτικά, στην ταινία «Αμαρτία της ομορφιάς», όπου ως αυταρχική μάνα, δίνει αληθινά ρεσιτάλ ερμηνείας. Η υποκριτική δεινότητα της Τασσούς Καββαδία, και η επιβλητική της αυστηρή αστική φυσιογνωμία, θαρρείς πως ήταν αρμονικά συνταιριασμένες, για να υποδυθεί την εκδικητική και υπεροπτική πεθερά ή κουνιάδα, απέναντι στον ευτυχή γάμο του λαϊκού φτωχοκόριτσου, που με την ομορφιά του έκσπαζε το φάσμα της φτώχειας και έκανε τον αστικό γάμο των ονείρων του. Ένα κοινωνικό φαινόμενο που ήταν σε έξαρση τα δίσεκτα μεταπολεμικά μας χρόνια. Και ο ελληνικός κινηματογράφος, σε αυτόν τον δύσκολο και «επαχθή» ρόλο, είχε ανεύρει στο πρόσωπο της μεγάλης Τασσούς Καββαδία, την ιδανική του καρατερίστα ! Το άστρο της Τασσούς έλαμψε για πάνω από δυο δεκαετίες και συμμετείχε σε 70 και πλέον ταινίες, ενσαρκώνοντας είτε την «κακιά», είτε την «συντηρητική μεγαλοαστή».
Για τους κοινωνικά μοχθηρούς της ρόλους, η Τασσώ Καββαδία, είχε ασύνειδα αποσπάσει την μήνη του λαϊκού κόσμου ! Θα πεί η ίδια χαρακτηριστικά «Ένιωθες πως θα με σκίσουν αν με δουν μπροστά τους» και οι οργίλες συμπεριφορές του κόσμου, τρόμαζαν το σύζυγό της ! Αληθινά ειρωνεία για την μεγάλη μας ηθοποιό, δοθέντος ότι στην κοινωνική της ζωή, ήταν ένας καλοκάγαθος, ευγενής και γλυκύτατος άνθρωπος ! Ως επαγγελματίας δε, διακρίνονταν για το υψηλό πνεύμα συνεργασίας της, μακριά από ίντριγκες και μικρότητες. Αρκούσε όμως το πέσιμο της κλακέτας, για να μεταλλαχθεί αίφνης, η γλυκιά μητέρα, σύζυγος και συνεργάτης Τασσώ Καββαδία, σε μια μέγαιρα, ηθικά αδίστακτη, που ποδοπατούσε κινηματογραφικά, της συμπρωταγωνίστριές της.
Στην δύση της ζωής της προσβεβλημένη από πολλά προβλήματα υγείας – αλλά πάντα μαχητική και με υψηλό φρόνημα ! – παρέμεινε κλινήρης στην οικία της στο Φάληρο. Στις 18 Δεκεμβρίου 2010, η απαράμιλλη «κακιά» του κινηματογράφου μας έφευγε από την ζωή, κληροδοτώντας μας ωστόσο, το γλυκύτατο και καλοσυνάτο χαμόγελό της ως άνθρωπος, αλλά και την αξεπέραστη ηθικά «μοχθηρία» της ως ηθοποιός !!!
Φιλμογραφία :
1954 «Κυριακάτικο ξύπνημα», 1955 «Στέλλα», «Καταδικασμένη κι απ' το παιδί της», 1958 «Διακοπές στην Αίγινα», 1960 «Ερόικα», «Το μεγάλο κόλπο», «Το κλωτσοσκούφι», 1962 «Φαίδρα», 1963 «Ο τρίτος δρόμος», 1964 «Ένας μεγάλος έρωτας», 1965 «Δύσκολοι δρόμοι», «Ιστορία μιας ζωής», «Άγγελοι χωρίς φτερά», «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», 1966 «Στεφανία», «Η αχάριστη», «Χαμένη ευτυχία», «Μαζί σου για πάντα», «Κοινωνία ώρα μηδέν», 1967 «Δάκρυα οργής», 1968 «Όλγα αγάπη μου», «Πολύ αργά για δάκρυα», «Η επιστροφή της Μήδειας», «Ας με κρίνουν οι γυναίκες», «Καπετάν φάντης μπαστούνι», 1969 «Ξύπνα, Βασίλη», «Η δίκη ενός αθώου», «Η κραυγή μιας αθώας», «Κυνηγημένη προσφυγοπούλα», «Φίλησέ με πριν φύγεις για πάντα», 1970 «Μια τρελή, τρελή σαραντάρα», 1971 «Φρενίτις», 1972 «Αναζήτησις», «Η αμαρτία της ομορφιάς», «Πιο τρελοί κι από τους τρελούς», 1975 «Ο γιος μου ο Στέφανος», 1992 «Δονούσα», 1996 «Προς την ελευθερία», 1997 «Χαμένες νύχτες», 1998 «Παταγωνία», 1999 «Θηλυκή εταιρεία», 2000 «Φοβού τους Έλληνες», 2001 «Αλέξανδρος και Αϊσέ», 2009 «Η διαθήκη του ιερέα Μελιέ».
Θέατρο :
1954 «Η μικρή μας πόλη», «Ο ματωμένος γάμος», 1956 «Τριαντάφυλλο στο στήθος», 1959 «Μαντώ Μαυρογένους», 1960 «Μια τρελή τρελή σαραντάρα»
Τηλεοπτικές σειρές :
1971 «Ο σπαγγοραμένος», 1972 «Η ταβέρνα», «Το σπίτι των ξένων», «Μπαλσόι Ιβάν και Μπιγκ Τζων», 1973 «Το ταξίδι», «Από την άλλη όχθη», 1976 «Κρουαζιερόπλοιο», 1977 «Μια φορά και έναν καιρό», 1978 «Υποψίες», «Ο υπηρέτης», «Αξιοπρέπεια», 1981 «Οι κληρονόμοι», «Ρομαντικές ιστορίες», 1982 «Ορκιστείτε παρακαλώ», 1986 «Το μυστικό», 1987 «Θύελλα», 1988 «Τα αδέρφια», 1990 «Το φάντασμα», 1992 «Ανατομία ενός εγκλήματος», «Διπλή ταυτότητα», «Παιχνίδι θανάτου», «Ο μολυβένιος στρατιώτης», 1993 «Γίγας μοτέλ», «Ο χήρος, η χήρα και τα χειρότερα», 1994 «Ταύρος με Τοξότη: Το δαχτυλίδι», 1998 «Νυχτερινό δελτίο», 1999 «Ερόικα», «Ανίσχυρα ψεύδη», «Μπαμ, μπαμπάς και μπέμπα», 2000 «Εκτός πορείας», «Θα σε δω στο πλοίο», «Παππούδες εν δράσει», 2001 «Για μια γυναίκα και ένα αυτοκίνητο», «Κόκκινος Κύκλος: Είκοσι μέτρα μακριά», 2004 «Προς την ελευθερία», «10η εντολή: Ένα λεπτό αργότερα»
Υ.Γ. Ο πολιτισμός στις οδυνηρές οικονομικά μέρες μας, είναι τελείως περιθωριοποιημένος από την πολιτεία και υποχρηματοδοτημένος, με τις κεντρικές του δομές να αργοσβήνουν μία, μία. Πέρα από τον ελάχιστο παραπάνω οφειλόμενο φόρο τιμής, στους μεγάλους έλληνες κωμικούς μας, που διαμόρφωσαν το σύγχρονο πνευματικό ήθος του ελληνικού λαού και τον στήριξαν ηθικά στις δίσεκτες μεταπολεμικές μας δεκαετίες, που τις σκίαζαν οι οικονομικές στρεβλώσεις και οι κοινωνικές δυσπλασίες, οφείλουμε σήμερα ως πολιτεία με σοβαρότητα και ευθύνη, να καταστρώσουμε ένα κεντρικό Master Plan για τον πολιτισμό, που συνυφαίνοντας αρμονικά, τις αρχαιότητες, την πολιτισμική κληρονομιά και το πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό μας, σε κάθε γωνιά της ελληνικής περιφέρειας, θα δώσει ώθηση στην εθνική οικονομία και την περιφερειακή ανάπτυξη.
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων
www.panosavramopoulos.blogspot.gr