Όταν ο περίφημος Νόμος «4.000» για τους «τέντυ-μπόυς», που «γεννήθηκε» στην Κυψέλη, συγκλόνιζε την Αθήνα του΄60 !!!
Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος
Αποτέλεσε κεραυνό εν αιθρία, σε ένα κοινωνικό τοπίο, που ήδη έβραζε από τα υπόγεια ρεύματα της κοινωνικής απελευθέρωσης, σε μια νεολαία που προσπαθούσε να χειραφετηθεί και βρει την ηθική της αυτονομία, μέσα από τους ρυθμούς των beatles, των καινούριων αισθητικών και κοινωνικών προτύπων – παντελόνια τζίνς, καμπάνες, αφέλειες στα μαλλιά και ποτό βερμούτ στα πάρτι, με τους ρυθμούς ακόμα του Πολάνκα, να εξάπτουν τους ατιθάσευτους νέους των sixties- αλλά και μιας πολιτικής πραγματικότητας, που ήδη βίωνε συγκλονιστικές αλλαγές, με την ανάδειξη για πρώτη φορά της ΕΔΑ, ως αξιωματικής αντιπολίτευσης στις εκλογές του Μαΐου του 1958. Δεν ήταν άλλος από τον περίφημο «Νόμο 4.000», που έγινε συνώνυμο του κοινωνικού συντηρητισμού, συνδέθηκε με μύριες αλγεινές αναμνήσεις από την νεολαία της εποχής και που αποτέλεσε και αντικείμενο ιστορικών ταινιών του ασπρόμαυρου κινηματογράφου μας, γράφοντας και αυτές την δική τους ιστορία. Με χαρακτηριστικότερη όλων της ομώνυμη ταινία του Γιάννη Διαλιανίδη «Νόμος 4.000», με πρωταγωνιστές τους αξέχαστους Ζωή Λάσκαρη, Βαγγέλη Βουλγαρίδη, Χλόη Λιάσκου, Λαυρέντη Διαννέλο, Γιώργο Τσιτσόπουλο και τους Κατερίνα Χέλμη – υποδύεται την πόρνη στην ταινία – και Βασίλη Διαμαντόπουλο, σε συγκλονιστικές ομολογουμένως ερμηνείες και τέλος τον πρωτόφαντο Θάνο Παπαδόπουλο, ως εν διαπομπεύσει νέο, με την χαρακτηριστική ταμπέλα στο λαιμό του να αναφέρει, «είμαι τεντυμπόυ, έριξα γιαούρτι στον καθηγητή μου» !!! Εντυπωσιακό δε είναι το γεγονός, ότι καθώς ελάμβαναν χώρα τα γυρίσματα της ταινίας στην ακμάζουσα τότε «βασίλισσα της Κυψέλης» Φωκίωνος Νέγρη – και δίπλα στο Ζ΄ αστυνομικό τμήμα Θήρας, που διαδραματίστηκαν τα πρώτα επεισόδια του τεντυμποϊσμού – ένας περαστικός, εκτιμώντας λάθος, ότι ο ηθοποιός ήταν κανονικός τεντιμπόυ, καταφέρθηκε εναντίον του υβριστικά και τον χτύπησε !
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, για να ξετυλίξουμε το κουβάρι των εναρκτήριων επεισοδίων και της εφαρμογής του περίφημου «Νόμου 4.000», που συγκλόνισε την Ελλάδα και συντάραξε την νεολαία του ’60 ! Ήταν Αύγουστους του 1958, όταν δυο σκανδαλιάρηδες νεαροί 16 και 15 ετών αντιστοίχως από τη Κυψέλη, πηγαίνουν στον κινηματογράφο «Αελώ» της Πατησίων, για να παρακολουθήσουν μια ξένη ταινία και αρχίζουν έναν περιπαιχτικό διάλογο με μια κυρία που κάθεται κοντά τους, μαζί με την δεκάχρονη κόρη της. Η νεαρά κόρη έχει έντονη τριχοφυΐα στο πρόσωπο και οι πιτσιρικάδες την περιγελούν δεικτικά, αναγκάζοντας την μητέρα της, να χαστουκίσει τον έναν από τον τους δυο. Ε΄ είχαν ριχτεί κείνη την ιστορική στιγμή τα σπέρματα, για να εισαχθεί ο απεχθής για την νεολαία και την κοινωνία «Νόμος 4000», που στην πραγματικότητα, δεν έγινε και Νόμος της Βουλής, αλλά αντίστοιχο με το ίδιο όνομα, «Νομοθετικό Διάταγμα 4.000». Οι νεαροί λοιπόν προσβεβλημένοι από το χαστούκισμα, παρακολουθούν την κυρία κατά την έξοδο από τον κινηματογράφο και ανακαλύπτουν τον τόπο κατοικία της, που είναι επι της οδού Φαιδιάδρων 13, πάντα στην Κυψέλη. Της στήνουν καρτέρι και της πετούν ένα γιαούρτι στα μούτρα, το οποίο θα αγοράσουν από παρακείμενο γαλακτοπωλείο. Θα προκληθεί πανδαιμόνιο στην γειτονιά, αλλά οι δυο εύτολμοι νεαροί θα ξεφύγουν. Ωστόσο «φιλήσυχοι πολίτες» της γειτονιάς, θα ειδοποιήσουν την αστυνομία και τελικά στις 2 Σεπτεμβρίου, οι νεαροί ταραξίες θα οδηγηθούν στο Ζ ΄ Αστυνομικό Τμήμα Κυψέλης. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα εδώ το γεγονός, ότι ενώ ο ένας εκ των δυο νεαρών, κατορθώνει να «χτίσει» ένα άλλοθι και να την γλυτώσει, θα προσέλθει στην αστυνομία, ο πατέρας του που βεβαιώνει, την ώρα επιστροφής του στο σπίτι, που ταυτίζεται με την ώρα του γιαουρτώματος, στερώντας την ελευθερία του ! Και μπαίνουμε στο «Νόμο 4.000» …
Στο αστυνομικό τμήμα αφικνείται ο αψύς και αυστηρών αρχών Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών Θεόδωρος Ρακιντζής, που τελεί υπο τις οδηγίες του ακόμα συντηρητικότερου και αυστηρότερου υφυπουργού Εσωτερικών και υπευθύνου για την Δημόσια Τάξη, Ευάγγελου Καλαντζή. Ο Καλαντζής είχε εξάλλου πρωθύστερα δώσει σαφείς οδηγίες, για την διαπόμπευση και τον εξευτελισμό των τεντυμπόιδων. Τι περιελάμβαναν οι οδηγίες ; Κούρεμα με γουρνοψάλιδο και εν τέλει με την «ψιλή» γουλί, πέρασμα στον λαιμό ταμπέλας που να λέει το «αδίκημα» και «είμαι τεντυμπόι» και εν συνεχεία, ηθική διαπόμπευση με την μεταγωγή πεζή του τεντυμπόι, από το αστυνομικό τμήμα – και εν μέσω κεντρικών οδών της Αθήνας, στα Δικαστήρια, όπου και η δίκη στον εισαγγελέα ανηλίκων. Ο Ρακιντζής – θα διατελέσει αργότερα Αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων - παρόλη την αυστηρότητα του, θα αντιδράει αρχικά στις ακραίες κοινωνικά οδηγίες του υπουργού του, αντιτείνοντας, ότι μια τέτοια συμπεριφορά, ήταν υπερβολική και συνιστούσε παράβαση καθήκοντος. Αλλά ο Καλατζής ήταν ακλόνητα αυστηρός και προετοιμασμένος ! «Θα κάνετε ότι σας λέω και δεν είναι εξάλλου η πρώτη φορά, που θα παρανομήσετε», θα πει αυταρχικά και με την αυθεντία του πολιτικού προϊσταμένου, στον Αστυνομικό Διευθυντή του.
Έτσι και έγινε λοιπόν, ο Ρακιντζής δίνει εντολή να κουρέψουν του δυο νεαρούς στο αστυνομικό τμήμα της Κυψέλης και την επόμενη μέρα, τους οδηγούν στις εισαγγελικές αρχές. Αλλά με παραστατική ενάργεια αποτυπώνει τα γεγονότα τότε, η αντιπολιτευόμενη εφημερίδα προς την ΕΡΕ «Ελευθερία» του Παναγιώτη Κόκκα, ενός δαιμόνιου και ευφυούς εκδότη, που υπήρξε ο κεντρικός πολιτικός στυλοβάτης, του γρανιτένιου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Θα γράψει η «Ελευθερία» : «Η οδός Πανεπιστημίου επανέζησε χθές σκηνάς, αι οποίαι ενεθύμησαν την εποχήν κατά την οποίαν ο Μπαϊρακτάρης – ο θρυλικός πρώτος Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών το 1893, που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των «τραμπούκων» και των «κουτσαβάκηδων» - είχεν εκστρατεύσει κατά των «τραμπούκων» και των «κουτσαβάκηδων» της παλιάς Αθήνας. Έκπληκτοι όσοι ευρέθησαν εις την λεωφόρον περί ώραν 11 π.μ. είδον αστυνομικούς να συνοδεύουν νεαρούς, οι οποίοι ήσαν κουρεμένοι ως νεοσύλλεκτοι και έφερον εις το στήθος πινακίδα με την μελαγχολικήν ομολογίαν : «Είμεθα τεντυ-μπόις…» Οι συλληφθέντες ταραξίαι διανυκτέρευσαν εις το Ζ΄ Αστυνομικόν Τμήμα Κυψέλης. Εκεί τους εκούρευσαν σύρριζα και τους απέκοψαν τα περισσεύματα των παντελονιών τους, τύπου «μπλου-τζίνς», τα οποία ως γνωστόν θεωρούνται δείγμα λεβεντιάς και ανδρισμού της αμερικάνικης νεολαίας. Ακολούθως τους εκρέμασαν εις το στήθος πινακίδας με τας φράσεις «Αυτοί έρριψαν γιαούρτι εις το πρόσωπον μιας κυρίας» και «Είμεθα τέντυ – μπόις», τους περιέφεραν πεζή κατά μήκος της οδού Κυψέλης μέχρι της οδού Πατησίων και κατά μήκος της οδού Πανεπιστημίου, μέχρι της Πλατείας Συντάγματος και τέλος, τους οδήγησαν εις την σήμανσιν προς λήψιν δακτυλικών αποτυπωμάτων». Μετά την ολοκλήρωσιν της διαδικασίας, οι νεαροί ταραξίαι οδηγήθηκαν ενώπιον του εισαγγελέως κ. Βουρνά, ο οποίος εχαρακτήρισε την πράξιν των «ρύπανσιν», «έργω εξύβρισιν» και «φθορά ξένης ιδιοκτησίας». Η δίκη των ορίσθη δια την 19-ην Σεπτεμβρίου, ενώπιον του Δικαστηρίου Ανηλίκων».
Αλλά ας έλθουμε και στην κατάθεση του περίφημου – ομώνυμου «Νομοθετικού Διατάγματος 4.000», εφόσον ποτέ δεν έγινε όπως προαναφέραμε νόμος. Ήδη οι αυστηρές και αντικοινωνικές εντολές για διαπόμπευση των νεαρών ταραξιών – «τεντι-μπόυδων», είχαν μετ΄επιτάσεως δοθεί στον Ρακιντζή, από τον υφυπουργό δημόσιας τάξη Καλαντζή από τον Δεκαπενταύγουστο του 1958 και με την έλευση του ιστορικού Σεπτεμβρίου, άρχισε η μανιέρα με την διαπόμπευση των ζωηρών νεαρών, ιδίως της Αθήνας. Η κυβέρνηση διερεύνησε την δυνατότητα της νομοθέτησης των «οδηγιών» του υφυπουργού της Καλαντζή. Ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης Καλλίας και με την διαπόμπευση των νεαρών- τεντιμπόυδων πλέον, να είναι στην ημερήσια διάταξη, τον Απρίλιο του 1959, παρουσίασε προς κατάθεση σχετικό νομοσχέδιο, υποστηρίζοντας «αι πράξεις αύτοι τιμωρούνται υπο του ποινικού κώδικος δια της ποινής φυλακίσεως η και χρηματικής ποινής, αι συνθήκαι όμως της τελέσεως αυτών, αι οποίαι αποτελούν ιταμήν πρόκλησιν προς το κοινόν αίσθημα, κατέστησαν αναγκαία την επιβολήν βαρυτέρων ποινών, όταν συντέχωσιν αι εν νομοσχεδίω καθοριζόμεναι προϋποθέσεις». Λίγες μέρες αργότερα το κατέθεσε στη Βουλή, με την προσθήκη «η έφεσις δεν αναστέλλει την εκτέλεσιν της ποινής», ωστόσο ΠΟΤΕ η εισήγησή του, δε έγινε νόμος του κράτους. Εν τέλει πέρασε με το αντίστοιχο «Νομοθετικό Διάταγμα υπ΄ αριθμόν 4.000, περί καταστολής αξιοποίνων τινών πράξεων και συμπληρώσεως του άρθρου 6 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας», το οποίο δημοσιεύθηκε στο Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, της 31-ης Οκτωβρίου 1959. Έφερε δε τις υπογραφές του βασιλέως Παύλου, του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και βεβαίως των μελών του υπουργικού συμβουλίου. Το αναχρονιστικό αυτό Διάταγμα, όπως θα εικάζει ο αναγνώστης, αποθεώθηκε κατά τις ημέρες της Απριλιανής εκτροπής των Αθηνών – Χούντας, για να καταργηθεί εν τέλει το 1983 επι Ανδρέα Παπανδρέου. Αυτή ήταν εν σπέρματι η πολύφερνη ιστορία του «Νόμου 4.000», που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία του ’60 και δη την νεολαία. Και που ωστόσο, δε μπόρεσε ποτέ, να αναχαιτίσει και να τιθασεύσει, την ορμή, την ζέση και τον δημιουργικό αυθορμητισμό της. Ήταν η ίδια νεολαία που λίγο αργότερα στα seventies, θα άλλαζε τον κόσμο, με το φιλειρηνικό κίνημα, τους χίπις και τις αισθαντικές και οιστρηλατημένες νότες του Έλβις Πρίσλεϊ και του Τζίμ Μόρισον … Το παρόν κείμενό μας, έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.
*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων
www.panosavramopoulos.blogspot.gr