Νίκος Ρίζος

Νίκος Ρίζος

Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Προικοδοτημένος με απίστευτα καλλιτεχνικά τάλαντα στο φάσμα της κωμωδίας, θα ήταν δύσκολο να μην αποτυπώσει αδρά την σφραγίδα του ο Νίκος Ρίζος στην επιθεώρηση, την πρόζα, τον κινηματογράφο, αλλά και την μικρή οθόνη, στη λεγόμενη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Με έναν σπάνιο κωμικό σωματότυπο, χάρη και αρμονία στην κίνηση, ευφυείς ατάκες, αλλά και μοναδικό ταμπεραμέντο, ο αποκαλούμενος «γίγας»  για τη μικρή σωματική του διάπλαση, σκορπούσε ακένωτες μερίδες γέλιου και κατέστησε το όνομά του συνώνυμο του χιούμορ, της ψυχαγωγίας, αλλά και της εμπνευσμένης προβολής του μεταπολεμικού ελληνικού δαιμονίου. Αυτός ο αστείρευτος μάγκας, ο γίγας της Κυψέλης, ο καθηγητής Ντερέκης, ο διαβόητος κοντός, όπως χαριτωμένα αποκαλούνταν. Ο Νίκος Ρίζος ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος, λατρεύθηκε σαν ίνδαλμα μεταπολεμικά απο την πλειονότητα των  Ελλήνων, γιατί τόσο στο σανίδι, όσο και στην μεγάλη οθόνη ανεδείνκυνε τις κλασικές αξίες ζωής των Ελλήνων. Την ευγένεια του ήθους, την εντιμότητα, την αγάπη, την φιλαλληλία, την ευφυΐα-δαιμόνιο, αλλά και την ακένωτη δίψα του φτωχόπαιδου της επαρχίας, να κατανικήσει τις αντιξοότητες της ζωής και να μετατρέψει τα κοινωνικά εμπόδια σε δύναμη και δημιουργία.

Ο Νίκος Ρίζος δεν ευτύχησε να λάβει στα καλλιτεχνικά του βήματα δόκιμη θεατρική παιδεία και να σπουδάσει θεωρητικά το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπως άλλοι καλλιτέχνες της εποχής του. Ωστόσο ήταν αυτό το έμφυτο καλλιτεχνικό του τάλαντο και το ορμέμφυτο κωμικό του ταμπεραμέντο, που μετουσίωναν στην σκηνή την παρουσία του σε κορυφαίο κωμικό γεγονός.  Η καλλιτεχνική του συγκομιδή είναι τεράστια, αριθμώντας περί τις 300 ταινίες, η διάρκειά του εκπληκτική καθιστώντας τον για πέντε δεκαετίες διαχρονική φιγούρα των καλλιτεχνικών μας δρωμένων, αλλά και οι έξοχες αυτές θεατρικές παραστάσεις του, καταμαρτυρούν μια πολυεπίπεδη και με μεγάλες αντοχές στον χρόνο, καλλιτεχνική προσωπικότητα.

Ο Νίκος Ρίζος είδε το φως της ζωής  στις 30 Σεπτεμβρίου του 1924 στο Πέτα Άρτης, αποτελώντας παιδί μιας λαϊκής εργατικής οικογένειας. Θα αναζητήσει το όνειρο της επιτυχίας, ερχόμενος στην Αθήνα για να σπουδάσει. Πάραυτα η αδύναμη οικονομική του κατάσταση, θαν τον ρίξει άμεσα στην βιοπάλη. Όμως επέπρωτο απο τη μοίρα να γίνει ένας μεγάλος καλλιτέχνης και έτσι μοιραία βρέθηκε στον δρομο του το θέατρο. Την εποχή εκείνη οι στιχομυθίες  των ηθοποιών, αντιγράφονταν με το χέρι απο τα αρχέτυπα των συγγραφέων. Έτσι απο τις διαδεδομένες μικροδουλειές στο θέατρο ήταν αυτή του αντιγραφέα. Ο ταλαντούχος ηθοποιός άδραξε την ευκαιρία και μπήκε στο φάσμα του θεάτρου. Εν συνεχεία θα εργαστεί ως υποβολέας και πολύ σύντομα θα αναδειχτεί το μοναδικό κωμικό του τάλαντο, που θα τον ανεβάσει στο σανίδι στην επιθεώρηση «Όασις». Και απο κει θα ξεκινήσει η  φρενήρης καλλιτεχνική του σταδιοδρομία. Πρόβα τζενεράλε ωστόσο επίσημα σαν ηθοποιός, θα κάνει ο Νίκος Ρίζος το θέρος του 1948 στην  επιθεώρηση «Άνθρωποι, άνθρωποι» του απαράμιλλου σεναριογράφου μας Αλέκου Σακελλάριου, που κυριαρχούσε στο χώρο της επιθεώρησης και διείδε στον Νίκο Ρίζο μια μοναδική κωμική φλέβα. Η παράσταση ωστόσο στην οποία ο «γίγας» του ελληνικού κινηματογράφου θα ξεδιπλώσει το καλλιτεχνικό του τάλαντο και θα εδραιωθεί στην συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού, είναι «Το τράμ το τελευταίο» όπου συμπρωταγωνιστούσε με την αέρινη Σπεράντζα Βρανά και χαλούσε στην κυριολεξία κόσμο. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλο το μέγεθος της επιτυχίας του, που εξώθησε την μεγάλη κυρία του θεάτρου μας Μαρίκα Κοτοπούλη, να πεί το περίφημο «Έλα Παναγιά μου. Πως χώρεσε μωρέ σ΄αυτό το κορμάκι τόσο ταλέντο !!!». Έτσι συνέρρεαν κατά κύμματα οι Αθηναίοι στο «Μετροπόλιταν» για να απολαύσουν τον «γίγα» Νίκο Ρίζο. Παράσταση με την παράσταση, ο Αρτινός ηθοποιός εδραιώνονταν σαν μεγάλο κωμικό τάλαντο και εγκαινίαζε σταδιακά καλλιτεχνικές συνεργασίες, με τα κωμικά ιερά τέρατα της εποχής, που τον κατέστησαν ισότιμο δίπλα τους. Δυο χρόνια λοιπόν μετά την θατρική του πρόβα τζενεράλε το 1950, ο Νίκος Ρίζος κάνει την πρωτόλεια κινηματογραφική του εμφάνιση, στην μεγαλύτερη κινηματογραφική επιτυχία της χρυσής εποχής του κινηματογράφου μας στον «Μεθύστακα» με τον ονειρικό Ορέστη Μακρή και στην κυριολεξία απογειώνεται και κινηματογραφικά. Θα επακολουθήσει ένας κινηματογραφικός καταιγισμός περί τις 300, με σπουδαίες ταινίες, που θεωρούνται  πλέον κλασικές στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Χαρακτηριστικές απο αυτές είναι : «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1959), «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» (1960), «Το σωφεράκι» (1953), «Ο γίγας της Κυψέλης» (1968), «Η συμμορία των εραστών» (1972), «Ο νάνος και 7 χιονάτες» (1970), κ.α. Ο εμπορικός συρμός της δεκαετίας του ’80 με την κυριαρχία της βιντεοκασέτας, δεν θα αποτρέψει τον Νίκο Ρίζο, να συμμετάσχει σ΄αυτό το δεύτερης ποιότητας καλλιτεχνικό προϊόν. Έτσι θα παίξει και σε αρκετές βινιτεοταινίες που έγιναν μεγάλες εμπορικές επιτυχίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις : «Ένας κοντός θα μας σώσει» (1981), «Γάτα ο κοντός» (1986), «Ρόδα τσάντα και κοπάνα» (1982), όπου και σ΄αυτό το πρόχειρο καλλιτεχνικό προϊόν, ο Νίκος Ρίζος, ξετυλίγει το απαράμιλλο καλλιτεχνικό του τάλαντο.

Παράλληλα όμως με την θεατρική και κινηματογραφική του παρουσία, ο Νίκος Ρίζος θα αναπύξει και επιτυχημένη επιχειρηματική παρουσία στον σύμφυτό του χώρο του θεάματος, ιδρύοντας θεατρικά σχήματα, θέατρα κ.λ.π. Πρός αυτή την κατεύθυνση  το 1959 ιδρύει το πρώτο δικό του θεατρικό σχήμα, με τους Γιάννη Γκιωνάκη και Τάκη Μηλιάδη σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Το 1961 θα συνεχίσει την επιχειρηματική-καλλιτεχνική του δραστηριότητα, συνιδρύοντας με άλλα δυο ιερά τέρατα της ελληνικής κωμωδίας, τους Βασίλη Αυλωνίτη και Γεωργία Βασιλειάδου το θεατρικό σχήμα «Βασίλης Αυλωνίτης – Γεωργία Βασιλειάδου- Νίκος Ρίζος», που διέλαμψε καλλιτεχνικά μέχρι το 1965. Τόσο στο εσωτερικό, όσο και στην ομογένεια στο εξωτερικό, κυρίως στην Γερμανία, που είχαν ξενιτευθεί πολλοί Έλληνες. Για να συνεχίσει αδιάλειπτα για τρείς περίπου δεκαετίες την επιχειρηματική-καλλιτεχνική του δραστηριότητα με επιτυχία. Η τελευταία επίσης επιτυχημένη επιχειρηματική του κίνηση ήταν το 1986, όταν μετασκεύασε τον περίφημο αθηναϊκό κινηματογράφο «Άστορ» σε θέατρο, το οποίο και λειτούργησε μέχρι το 1990.

Αλλά επιτυχή ήταν τα καλλιτεχνικά αποτυπώματα του Νίκου Ρίζου και στην μικρή μας οθόνη. Όπου και πρωταγωνίστησε στις πολυαγαπημένες τηλεοπτικές μας σειρές «Ο Δρόμος» του Κώστα Πρετεντέρη, με συμπρωταγωνίστρια την άλλη μεγάλη του κινηματογράφου μας Μάρθα Καραγιάννη, αλλά και «Η αίθουσα του θρόνου», του απαράμιλλου συγγραφέα της γενιάς του΄30 Τάσου Αθανασιάδη το 1998. Τηλεοπτική σειρά που εμέλλετο να είναι και η τελευταία του. Ενώ στερνή παρουσία του στο φάσμα της επιθεώρησης, ήταν στην παράσταση «Ευρώ... ομελέτα κι έρχεται... ΝΑΤΟ». Ο Νίκος Ρίζος ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Έλσα Λαμπροπούλου-Ρίζου και απέκτησε μαζί της έναν γιό. Μετά όμως απο πέντε δεκαετίες συνεχούς και αδιάλειπτης καλλιτεχνικής παρουσίας, είχε κλείσει ο περίλαμπρος κύκλος της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας. Στις 20 Απριλίου 1999 όπου και προβάλλονταν το τελευταίο επεισόδιο τις σειράς «Η αίθουσα του θρόνου» στην οποία συμμετείχε ο Νίκος Ρίζος, προσβεβλημένος απο καρδιακό έμφραγμα έφυγε απο την ζωή, στο νοσοκομείο Αλεξάνδρα, πλήρης δόξης και ημερών στην ηλικία των 75 ετών. Έκλεινε η αυλαία για έναν ωραίο άνθρωπο και πολυδύναμο καλλιτέχνη, που λάμπρυνε με το απαράμιλλο κωμικό του τάλαντο και το ευγενές ήθος του, το ελληνικό θέατρο και τον ελληνικό κινηματογράφο. Ο μοναδικός «κοντός», ο αξεπέραστος «γίγαντας» της χρυσής εποχής του κινηματογράφου μας, μας χαιρετούσε με το άσβεστο στη μνήμη και στην καρδιά μας χαμόγελό του. Ήταν σπουδαίος κωμικός αυτός ο κοντός !!!

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »