Η «παραγωγική» τρέλα του Γιαννούλη Χαλεπά …

Η «παραγωγική» τρέλα του Γιαννούλη Χαλεπά …

Γράφει ο  Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Ποιος αλήθεια έλληνας με στοιχειώδη εικαστική παιδεία δεν συγκλονίστηκε ψυχικά από το μεγαλείο της τέχνης του σεμνού ερημίτη της μαρμαρογλυπτικής Γιαννούλη Χαλεπά; Και ποιος ακόμα από εμάς πηγαίνοντας στο Α’ νεκροταφείο, δεν έμεινε εκστασιασμένος απο το απαράμιλλο κάλλος της «Κοιμωμένης» του ; Πάραυτα για σαράντα ολόκληρα χρόνια ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης, που είχε δρέψει όλα τα αριστεία της γλυπτικής και είχε κάνει όλη την Ευρώπη να υποκλίνεται στην τέχνη του, ήταν βυθισμένος στην παράνοια. Θύμα της αυταρχικής καταπίεσης μιας αγράμματης μητέρας, που αδυνατούσε να ακούσει τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής του. Ποιες ήταν όμως οι επιταγές της ιστορίας για έναν από τους εκλεκτούς της, που ως γνωστόν τους χειρίζεται ως πιόνια ; To 1851 γεννιέται στην Τήνο ο Γιαννούλης Χαλεπάς. Βλέπει τον πατέρα του να δουλεύει τη σμίλη ως ένας εκλεκτός γλύπτης, αλλά και τους άλλους τηνιακούς τεχνίτες να δουλεύουν τον πηλό. Το έμφυτο τάλαντό του, σε συνάρτηση με τις σπουδαίες αυτές αισθητικές καταβολές αναδύεται.  Εισάγεται στην Σχολή  Καλών Τεχνών την οποία τελειώνει με άριστα και αναχωρεί για μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, όπου θα παρακολουθήσει μαθήματα στο μεγάλο γερμανό κλασικιστή Βίντμαν. Μάλιστα τα έξοδα της διαμονής του στη Γερμανία, αναλαμβάνει το ιερό ίδρυμα της Παναγίας της Τήνου. Η υποτροφία όμως του Γιαννούλη κόβεται στο τρίτο έτος και έτσι εξαναγκάζεται να γυρίσει στην Ελλάδα. Εγκαθίσταται στην Αθήνα και ξεκινά τον πρώτο κύκλο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Σε ελάχιστο χρόνο γίνεται διάσημος και η φήμη του φτάνει στο απόγειο. Είναι η περίοδος που θα φτιάξει και την περίφημη «Κοιμωμένη», κατά παραγγελία της οικογένειας Αφεντάκη. Αναπαριστώντας στο μάρμαρο τη Σοφία Αφεντάκη, μια πλούσια νεαρή αστή που φεύγει από τη ζωή στα δεκαοχτώ της χρόνια, χτυπημένη από ανίατη αρρώστια. 

Όμως τα πρώτα σημάδια της παράνοιας του μεγάλου καλλιτέχνη κάνουν την παρουσία τους. Έτσι  επιστρέφει στην πατρώα γή της Τήνου, όπου θα υποστεί τη δεσποτικά αφόρητη συμπεριφορά της μητέρας του. Κάνοντας μια παρέκβαση εδώ θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι η θεωρία πως ο Γιαννούλης τρελάθηκε, επειδή συνειδητοποίησε μια αισθητική ατέλεια στην «Κοιμωμένη» του, είναι παντελώς ανεδαφική. Ειδικότερα κυκλοφορούσε τότε στην Αθήνα ευρέως η εικασία, πως ο Χαλεπάς είχε φτιάξει τα πόδια της Σοφίας Αφεντάκη στο κρεβάτι μεγαλύτερα – στο άγαλμα τα πόδια της κοπέλας είναι ημισηκωμένα- με αποτέλεσμα αν εκτείνοντο να έβγαιναν έξω από αυτό. Συνειδητοποιώντας έτσι  το λάθος του,  οδηγήθηκε στην τρέλα. Πράγμα που καμία σχέση δεν έχει με την πραγματικότητα και τις φυσικές ενδεχομένως και κληρονομικές ροπές που είχε ο καλλιτέχνης, προς την παράνοια. Στην Τήνο, η μητέρα του Γιαννούλη αποφαίνεται ότι η γλυπτική είναι αυτή που του αναστατώνει την ψυχή και έτσι του απαγορεύει αυστηρά να ασχολείται με αυτήν. Και όμως αυτή όπως θα αποδειχθεί αργότερα, είναι που νοηματοδοτεί τη ζωή του και τον βοηθά να βρεί την ψυχική του ισορροπία. Τον στέλνουν στο εξωτερικό, αλλά είς μάτην. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να ρθεί στα συγκαλά του. Γυρίζοντας και πάλι στη Τήνο, για δέκα ολόκληρα χρόνια πλανιέται μόνος του στο νησί περιθωριοποιημένος. Μάλιστα αποπειράται και να αυτοκτονήσει. ‘Ετσι η μάνα του τον κλείνει για δεκάξι χρόνια στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο εξαχρειωμένο περιβάλλον του ιδρύματος, ο Γιαννούλης, βρωμερός, αλυσοδεμένος και εγκαταλελειμμένος παίρνει, το αποτελειωτικό χτύπημα. Ο καλλιτέχνης ηθικά συνθλίβεται. Με το θάνατο του πατέρα του η αυταρχική μητέρα του τον ξαναπαίρνει πάλι στην Τήνο και συνεχίζει πάνω του την καταπιεστική συμπεριφορά της. Είναι πενήντα ένα χρονών και δείχνει να έχει ισοπεδωθεί ψυχικά και καλλιτεχνικά. Του απαγορεύει κάθε επαφή με το μάρμαρο, του κλειδώνει στο υπόγειο όλα τα έργα του, αλλά καταστρέφει και όσα προπλάσματα κρυφά προσπαθεί ο Γιαννούλης να φτιάξει. Ενώ και για τον καλλιτέχνη με την επίσημη στάμπα πιά του τρελού, η ζωή στην Τήνο γίνεται κόλαση. Του κρεμάνε κουδούνια, του δίνουν οι χωριανοί να βοσκήσει τις κατσίκες τους και γυρίζει μέρα νύχτα σαν κουρελής..  Και όμως άλλες είναι οι βουλές της ιστορίας για τον μεγάλο ποιητή της σμίλης. Το 1916 πεθαίνει η μητέρα του. Ο Χαλεπάς παρότι διανοητικά βρίσκεται σε αποσύνθεση, δεν πηγαίνει στην κηδεία. Εκφράζει έτσι, την αποστροφή στο δυνάστη του. Καταφεύγει αμέσως στο υπόγειο που είναι τα έργα του και αρχίζει να δουλεύει. Εκρήγνυται από μέσα του η καταπιεσμένη δημιουργικότητα και σε λίγο μόλις καιρό, φτιάχνει τα νέα του αριστουργήματα.  Και όμως είναι δυνατόν. Ο για σαράντα χρόνια αποκομμένος από την τέχνη του, χωρίς να ενημερώνεται καλλιτεχνικά και χωρίς να έχει παρακολουθήσει τις εξελίξεις στα  αισθητικά ρεύματα, μεταμορφώνεται σε ένα νέο πολυδύναμο αισθητικά καλλιτέχνη. Είναι η περίοδος που ο γέρων πια μπαρμπα Γιαννούλης - όπως θα τον αποκαλούν οι καλλιτεχνικοί κύκλοι της Αθήνας - δημιουργεί τα νέα μεγάλα του αριστουργήματα, λές και φοιτούσε  σε ένα δικό του εσωτερικό σχολείο, που κανείς από τους λογικούς δεν θα μπορούσε να κατανοήσει… Φτιάχνει τη «Μήδεια», τον «Οιδίποδα» την «Αναπαυμένη» και άλλές, μνημειώδεις δημιουργίες της γλυπτικής τέχνης του 19-ου αιώνα. Ενώ από το εργαστήρι του στην οδό Δαφνομήλη 35 στο Κολωνάκι, θα περάσει όλος ο πνευματικός και καλλιτεχνικός κόσμος, για να θαυμάσει τα μεγάλο δάσκαλο της γλυπτικής. Από τα εξήντα πέντε του χρόνια, έως τα ογδόντα τέσσερα, οπότε και θα εκδημήσει, ο Γιαννούλης Χαλεπάς ξεδιπλώνει όλο το απαράμιλλο καλλιτεχνικό του τάλαντο. Και όμως ο μεγιστάνας αυτός της σμίλης, ήταν για σαράντα ολόκληρα χρόνια βυθισμένος στο πέπλο της παράνοιας. Έτσι φαίνεται πως το ‘θελε η ιστορία με τους αχανείς δαιδάλους της, απέναντι σε ένα εκλεκτό «πιόνι» της !!!

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων                                                       
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »