Με καραγκιόζη, σινεμά στην «Μπομπονιέρα» και τζάζ, διασκεδάζει η μεταπολεμική Αθήνα !

Με καραγκιόζη, σινεμά στην «Μπομπονιέρα» και τζάζ, 
διασκεδάζει η μεταπολεμική Αθήνα !

Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Και ενώ οι Αθηναίοι μεσούντος του οδυνηρού εμφυλίου πολέμου, ξεχύνονται στην καλοκαιρινή διασκέδαση που τόσο είχαν στερηθεί στα αλγεινά χρόνια της κατοχής και ένα άλλο ακόμα λαϊκό θέαμα ανθεί, μέσα στην γενικότερη πολιτιστική έξαρση. Είναι αυτό του καραγκιόζη που συναρπάζει ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά. Πλήθος από «μπερντέδες» έχει στηθεί σε πολλές γειτονιές για να διασκεδάσουν μικρούς και μεγάλους.  Κάποιες στατιστικές έτσι καταγράφουν το μεγάλο τζίρο που αναπτύσσεται γύρω από τα πολυποίκιλα προγράμ-ματα, τούτο το καλοκαίρι του ΄46.  Υπολογίζεται έτσι ότι οι Αθηναίοι ξοδεύουν γύρω στα 137 εκατομμύρια καθημερινά, ενώ όλη την καλοκαιρινή σεζόν θα δαπανήσουν παραπάνω από 13 δισεκατομμύρια, 750 εκατομμύρια δραχμές.  Ένας γαλαξίας καλλιτεχνικών θεαμάτων, αλλά και καταστημάτων διασκεδάζει τους Αθηναίους. Σινεμάδες, θέατρα, καραγκιόζης και πολλά άλλα ακόμη. Ενώ και τα αναψυκτήρια και τα ζαχαροπλαστεία έχουν την τιμητική τους. Κάθε μέρος της διασκέδασης των Αθηναίων, σφύζει από κόσμο. 


Μια στατιστική λέει ότι καταναλίσκονται ημερησίως περί τις 50.000 γκαζόζες. Και μπορεί ακόμα να φανταστεί ο αναγνώστης τι άλλο καταναλίσκουν οι Αθηναίοι, από γλυκά, φαγητά και ποτά. Μυριάδες κομμάτια και μερίδες από φαγητά και γλυκά και αμέτρητες ποσότητες από κρασί, μπύρες και ποτά. Και είναι πολύμορφο καλλιτεχνικά και κοινωνικά πολύχρωμο, αυτό το ξεφάντωμα των Αθηναίων, τούτο το θερμό καλοκαίρι του ΄46. Από τις εξαίσιες χορευτικές βραδιές που πραγματοποιεί το ξενοδοχείο «Απέργη» στην Κηφισιά, που ήδη από τις 11 Ιουλίου υποδέχεται τους πελάτες του, μέχρι το ταπεινό ουζάδικο της λαϊκής γειτονιάς. Η κοινωνική αντίστοιξη αποτυπώνεται και στους σινεμάδες της εποχής. Από το λαϊκό κινηματογράφο «Νίκου» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, του οποίου το εισιτήριο ανέρχεται στις 800 δρχ, έως και την πολυτελή «Μπομπονιέρα» της Κηφισίας, που φιλοξενεί τον Ιούλιο του 1946 στην «Νέα της Σκηνή» το επιτυχημένο έργο του Σόμερσετ Μόμ, «Ανατολικά του Σουέζ», με πρωταγωνιστές τους Νίκο Χατζίσκο, Μελίνα Μερκούρη και Γ. Γληνού. Αλλά στην «Μπομπονιέρα» που ξαναζεί τούτη την περίοδο την προπολεμική της αίγλη, παίζεται λίγες μέρες αργότερα από τον θίασο της κ-ας Κατερίνας, το σπουδαίο θεατρικό έργο «Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ» του Όσκαρ Ουάιλντ.


Αλλά ενώ τα λαϊκά στρώματα ξεφαντώνουν στο κέντρο της Αθήνας και τις Τζιτζιφιές, ένα μεγάλο κομμάτι των αστικών στρωμάτων της Αθήνας, προσφεύγει στην ολόδροση και καταπράσινη Κηφισιά, που διάγει και αυτή μέρες μεγάλης δόξης. Ιδιαίτερα τις Κυριακές το καταπράσινο προάστιο κατακλύζεται από κόσμο που θέλει να αρδεύσει την καλοκαιρινή θαλπωρή του. Στο πεδίο της διασκέδασης στην Κηφισιά, δεσπόζει το επιβλητικό κέντρο «Κερασιές», που συγκεντρώνει  στην σάλα του την κοινωνική αριστοκρατία της εποχής. Βλέπετε μαζί με την εξαίσια κουζίνα του, έχει την επικουρία μιας σπουδαίας ορχήστρας, που μαγνητίζει τους Αθηναίους. Διευθυντής της ο Κώστας Πρέντας και τα τραγούδια εκτελούν οι Βάσος Σεϊτανίδης και η Μπέσυ Μαρτέν - η απαράμιλλη τραγουδίστρια με τον Τόνυ Μαρούδα του τραγουδιού «Εγώ θα σ΄ αγαπώ και μην σε νοιάζει». Ακόμα την σαγηνευτική ορχήστρα επικουρεί ο διαπρεπής τζάζμπαντίστας Ρεμί,  που με την καλλιτεχνική δεξιοτεχνία του, συνεγείρει τους νεότερους ιδία θαμώνες του μαγαζιού! 

Αλλά μέρες δόξης ακόμα πιο έξω στα βόρεια προάστια, στην Εκάλη,  γνωρίζει  και το κοσμικό κέντρο – ρεστωράν «Διανίτα», ιδιοκτησίας του ξενοδοχείου «Διάνα», το οποίο τα Σαββατοκύριακα, υπερκατακλύζεται από κόσμο. Μεγάλα του ατού, ο πανοραμικός και ολόδροσος κήπος του, αλλά και η αισθαντική ορχήστρα του, την οποία διευθύνει ο Αύγουστος Αβατάγγελος. Αλλά η μεγάλη έκπληξη του καλλιτεχνικού σχήματος, είναι  η τουρκάλα τραγουδίστρια Σεβίν Χανούμ, που εξεγείρει με το ταμπεραμέντο της, τους θαμώνες της «Διανίτα». Όμως το μεγάλο σουξέ και επιτυχία της Σεβίν Χανούμ, θα την οδηγήσει για περισσότερα χρήματα λίγο αργότερα στο κέντρο «Μαϊάμι». Στην Κηφισιά όμως και επι της οδού Μαραθώνος 21, ανοίγει την πολυτελή σάλα του και ένα ακόμη υψηλού κύρους νυχτερινό κέντρο το «Ο Ντελισιέ». Σε αυτό πρωταγωνιστεί το ορχηστρικό σχήμα του διακεκριμένου μουσικού Αλέκου Γεωργιάδη, που ξεχώριζε πάντα στο καλλιτεχνικό φάσμα, για τα υψηλής ποιότητας  τραγούδια του. Έτσι κυλούσε κατά το ένα μέρος της, η ζωή στην Αθήνα, τούτο το θερμό καλοκαίρι του ΄46 ! Γιατί υπήρχε και το άλλο μέρος, το οδυνηρό, του επάρατου, αδελφοκτόνου – εμφυλίου πολέμου …

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »