Βασίλης Καΐλας Ο λατρεμένος μας «λουστράκος», του ελληνικού κινηματογράφου !

Βασίλης Καΐλας
Ο λατρεμένος μας «λουστράκος», του ελληνικού κινηματογράφου !

Γράφει ο  Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Συνόδευσε μερικές από τις πιο ωραίες  - και με ψηλό ήθος - στιγμές μας στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο και με το ευγενές λυρικό του κύτταρο, μας έκανε να δακρύσουμε, να συνειδητοποιήσουμε τις κοινωνικές αντιξοότητες της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, που βίωνε τις κοινωνικές στρεβλώσεις και τις οικονομικές δυσπλασίες του διαρρηγμένου της κοινωνικού ιστού, αλλά και να συναισθανθούμε τις ηθικές μας οφειλές, ως κοινωνία διαχρονικά απέναντι στην φτώχεια τις διακρίσεις και την κοινωνική αδικία. Ο λόγος για το «ορφανό» και κατατρεγμένο παιδάκι ή τον «λουστράκο» των ασπρόμαυρων ταινιών μας, που μας προξενούσε έστω και μέσα από τις παιδικές του δραματικές ερμηνείες, άφατη συγκίνηση, αλλά και ατέρμονο δάκρυ, στην προσπάθειά του πλάι, στην κινηματογραφική του μάνα, την σπουδαία Ελένη Ζαφειρίου, ή τον κινηματογραφικό του πατέρα Νίκο Ξανθόπουλο, να υπερκεράσει τις αντιξοότητες της ζωής και να τα καταφέρει στεφθεί νικητής στον μακρύ αγώνα της. Ιδιαίτερα στην ταινία «Ο λουστράκος», ο Βασίλης Καΐλας, μας ραγίζει την καρδιά, καθώς προσπαθεί με το ταπεινό κασελάκι του, να συγκεντρώσει τα προς το ζειν και να επιβιώσει, αντιμετωπίζοντας καθημερινά την αλαζονεία και την χλεύη των κοινωνικά επιφανών κυρίων της μεταπολεμικής μας Αθήνας. Ενώ άλλοτε μας ανατείνει ηθικά, όταν η κοινωνική του παρουσία και αγάπη, γίνεται σηματωρός και προάγγελος αίσιων εκβάσεων, σε δακρύβρεχτα Love stories του ασπρόμαυρου. Ήταν πρόδηλο ότι παρότι βούτηξε στα βαθιά νερά του κινηματογράφου από νηπιακή ηλικία, διέθετε ένα υψηλό λυρικό κύτταρο που του επέτρεπε να κινείται με άνεση, στους σύνθετους για την νεαρή ηλικία του ρόλους και να καταφέρνει με επιτυχία ένα σπουδαίο αισθητικό αποτέλεσμα. Και αυτό το δραματικό τάλαντο ήταν που βοήθησε και στα κατοπινά του βήματα τον Βασίλη Καΐλα, να πραγματώσει ως ώριμος ηθοποιός πια, μια αξιόλογη και επιτυχημένη πορεία.

Ο Βασίλης Καΐλας είδε το φως της ζωής στις 1 Μαΐου του 1953 και ήδη από την νηπιακή ηλικία των τεσσάρων ετών, έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του, όταν η κορυφαία μας ηθοποιός Έλλη Λαμπέτη, τον επιστράτευσε για μια ταινία και έπειτα με την παιδική υποκριτική του δεινότητα, έγινε σχεδόν αναπόσπαστο μέρος τω ελληνικών μελό, του ασπρόμαυρου κινηματογράφου μας των δεκαετιών του ΄60 και του ΄70.  Ήταν για την ταινία «Το τελευταίο ψέμα», όπου με τον χαρακτηριστικό επίδεσμο στο κεφάλι, μας προξενούσε ατελείωτα ρίγη συγκίνησης. Μάλιστα έκτοτε η Έλλη Λαμπέτη, σχεδόν τον υιοθέτησε και τον στήριξε από όποιο καλλιτεχνικό μετερίζι και αν βρέθηκε. Για τούτο και σήμερα ο Βασίλης Καΐλας, μιλάει με άπειρο σεβασμό και αγάπη για την μεγάλη Έλλη Λαμπέτη, τονίζοντας εμφατικά το έξοχο και ευγενές κοινωνικό της ήθος. Η μια επιτυχία λοιπόν έφερνε την άλλη και σύντομα το κινηματογραφόφιλο κοινό, τον κατέγραψε ως το «παιδί θαύμα» του ελληνικού κινηματογράφου. Τίτλος που ο ίδιος πάντα με σεμνότητα αποποιούνταν, αφού δεν θέλησε ποτέ να δρέψει δάφνες για «ιδιότητες», που δεν είχε, ενώ η ευπρέπειά του, του επέβαλε να μην διεκδικεί προνομιακές αντιμετωπίσεις από τον κοινωνικό του περίγυρο, στο όνομα της κινηματογραφικής δημοφιλίας του. Ένας σεμνός και ευγενής άνθρωπος ο Βασίλης Καΐλας, σε όλο το διάβα της πολύπλαγκτης καλλιτεχνικής σταδιοδρομίας του, που δεν προσβλήθηκε από οίηση και αλαζονεία ποτέ του. Και για αυτό οι σινεφίλ τον περιβάλλουν με την αγάπη τους και την υψηλή εκτίμησή τους.

Ο συμπαθής μας ηθοποιός έπαιξε σε πάνω από 117 ταινίες, αρκετές θεατρικές παραστάσεις, αλλά και μεταγλωττίσεις θεατρικών έργων. Και σε αυτή την μακρά κινηματογραφική του ιδίως διαδρομή, διασταυρώθηκε σχεδόν με όλα τα ιερά τέρατα του ασπρόμαυρου κινηματογράφου μας, από την Έλλη Λαμπέτη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Τζένη Καρέζη και την «οικεία» ενίοτε μητέρα του Ελένη Ζαφειρίου,  έως τον Νίκο Κούρκουλο, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τους οικείους του βεβαίως κινηματογραφικούς γονείς Μάρθα Βούρτση και Νίκο Ξανθόπουλο. Συνεργασίες που ακόνισαν στην κυριολεξία το υποκριτικό του ένστικτο και διαμόρφωσαν την δραματική του ταυτότητα. Αλλά ουσιαστικά βιώνοντας και ο ίδιος ο ηθοποιός, ως μέλος της φτωχής οικογένειας ενός βιοπαλαιστή θυρωρού, τις οικονομικές δυσπλασίες της μεταπολεμικής Ελλάδας – στα ευαίσθητα χρόνια της παιδικής ηλικίας – υποδύονταν τους ρόλους είτε του κατατρεγμένου νεαρού βιοπαλαιστή – ιδίως στα κοινωνικής ματιάς φίλμς της Μαρίας Πλυτά, όπως «Ο εμποράκος», «Ο λουστράκος» κ.α. – είτε του κοινωνικά αδύναμου μαθητή φτωχής και περιθωριοποιημένης οικογένειας, με παραστατική ενάργεια, γιατί απέδιδε όχι απλά τις απαιτήσεις της ταινίας, αλλά την ίδια του τη ζωή ! Ωστόσο όμως με την εμπλοκή του στον κινηματογράφο, θα τονώσει τα οικονομικά του, θα μπορέσει έτσι να βοηθήσει τους γονείς του που του είχαν – παρόλες τις δυσκολίες της εποχής – διοχετεύσει πολλήν αγάπη και ηθική θαλπωρή και θα διανοίξει βεβαίως άλλους σημαντικότερους ορίζοντες στην ζωή του. Αφού στην μεγάλη οθόνη και το παλκοσένικο ο Βασίλης Καΐλας, μέσα από την συμπόρευσή το, με όλο τον γαλαξία αστέρων του ασπρόμαυρου ιδίως κινηματογράφου μας, θα σμιλεύσει την ευαισθησία του και θα αποκομίσει εμπειρίες, που δύσκολα θα μπορούσε να διδαχθεί και στην καλύτερη δραματική σχολή. Και αυτές τις εμπειρίες, επενδυμένες με ξεχωριστού ήθους φωτογραφίες, παρουσίασε στο βιβλίο που εξέδωσε τον Νοέμβριο του 2013, υπο τον τίτλο «Ένα παιδί μετράει τα πλάνα», παραφράζοντας το επιτυχημένο βιβλίο του Μενέλαου
Λουντέμη «Ένα παιδί μετράει τ΄ άστρα» και αναλύοντας διεξοδικά, την παρουσία, συμβολή του και προσφορά, στον κινηματογράφο μας και το θέατρο. Είχε όμως και ηθικά κόστη αυτή η λάμψη και η αναπότρεπτη κοινωνική του αναγνώριση, ένεκα της προβολής του, ως του πιο νέου κινηματογραφικού αστέρα της εποχής, αφού δεν βίωσε όπως εξομολογείται διακριτικά στις λιγοστές συνεντεύξεις του, τα γλυκά και ανέμελα χρόνια της παιδικότητας, που η φύση επιφυλάσσει για κάθε μικρό παιδί. Αλλά έκανε αυτός ο ίδιος όπως χαρακτηριστικά λέει τις διορθώσεις που έπρεπε, για να μην στερηθεί το παιχνίδι και την αγαπημένη του αλάνα ! Για αυτό στα μικρά διαλείμματα από τα γυρίσματα στα κινηματογραφικά πλατώ, άδραχνε την ευκαιρία, όπου ανίχνευε αλάνες, να βυθιστεί στα παιχνίδια τους και να αναπνεύσει τον μοναδικό αέρα ελευθερία τους ! Αλλά βγαίνοντας από το φάσμα της παιδικής κινηματογραφικής του παρουσίας ο Βασίλης Καΐλας, που αναμφίβολα ήταν ένα μεγάλο διαβατήριο για τον δύσκολό χώρο της τέχνης, θα έβρισκε και με την αρωγή θεατρικής παιδείας, τους επαγγελματικούς του πλέον δρόμους στον κινηματογράφο και το θέατρο, αποτυπώνοντας τα αχνάρια του, ως ώριμος επαγγελματίας.  Μια μετάβαση που δεν ήταν εύκολη, αφού το κοινό επέμενε να βλέπει στο πρόσωπό του, το αγαπημένο του «παιδί θαύμα», αλλά που πάραυτα τα κατάφερε, με το ταλέντο και την ακαταπόνητη εργατικότητά του. Τονίζοντας μάλιστα χαρακτηριστικά ο αγαπημένος μας ηθοποιός, τις δυσκολίες να ξεπεράσει την προσκόλληση του κοινού στον κλασικό του ρόλο ως φτωχού και κοινωνικά αδύναμου νέου παιδιού, παραθέτει τα σοφά λόγια του γίγαντα της δραματουργικής τέχνης – και ενός εκ των καλύτερων ηθοποιών που ανέδειξαν το θέατρο και ο κινηματογράφος παγκοσμίως – Σερ Λώρενς Ολίβιε, «Είναι προτιμότερο να συμπρωταγωνιστείς με έναν καλύτερό σου ηθοποιό, παρά με ένα παιδί – ηθοποιό, διότι στο τέλος όσο και καλά να παίξεις, το παιδί θα κερδίσει τις εντυπώσεις» !!!

Αναπολώντας την μακραίωνη 60-χρονη πορεία του στον ελληνικό κινηματογράφο ο Βασίλης Καΐλας σήμερα, καταγράφει την άνοδο του βιοτικού μας επιπέδου και με την έκρηξη βεβαίως της τεχνολογίας, που διάνοιξε νέους ορίζοντες για τους νέους ανθρώπους των σημερινών γενιών, αλλά συνάμα στηλιτεύει και την έκπτωση των κοινωνικών ηθών, όπως και τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων. Η Ελλάδα του ασπρόμαυρου φόντου, της φτώχειας, του πόνου και της κοινωνικής περιθωριοποίησης δεν υπάρχει πια. Και καλώς δεν υπάρχει, λέει ο αγαπημένος μας ηθοποιός. Από την άλλη όμως έχουμε μια έκπτωση των ηθών και απομείωση των μεγάλων ανθρώπινων αξιών, που στις δύσκολες οικονομικά δεκαετίες μας δεν υπήρχε. Οι υψηλές αξίες της αγάπης, της αλληλεγγύης και της κοινωνικής αξιοπρέπειας, σαφώς κείνα τα δύσκολα χρόνια, ήταν πολύ πιο ψηλά. Και μάλιστα επανακάμπτοντας στον μείζονα ρόλο που διαδραμάτισε στην διαμόρφωση της ηθικής ταυτότητας η οικογένειά του, θα τονίσει το πόσο υψηλά του είχε θέσει τον πήχη των ηθικών αξιών, κάτι που θα της οφείλει για πάντα, αφού του έδωσε το ηθικό οπλοστάσιο για να γίνει αξιοπρεπής άνθρωπος.

Ο Βασίλης Καΐλας διχάζει σήμερα στα 65 –χρόνια του τον βίο του, ανάμεσα στην αγαπημένη οικογένειά του – έχει μαζί με την γυναίκα του και μια αξιολάτρευτη κόρη – που την αγαπά ολόθερμα, άλλωστε επισημαίνει ότι πάντοτε η αξία και η ηθική ιδέα της οικογένειας, ήταν πάντοτε πολύ υψηλά στην συνείδησή του και σε επιλεκτικές καλλιτεχνικές εμφανίσεις. Ως ενεργός πολίτης είχε αναπτύξει αξιόλογη αυτοδιοικητική δραστηριότητα. Το 2010 και ενώ πρωθύστερα είχε εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος στο Λαγονήσι, κατήλθε ως υποψήφιος Δήμαρχος. Και απολαμβάνει πάντα την αγάπη και την βαθιά εκτίμηση τόσο των συναδέλφων του, όσο και ευρύτερα των συμπατριωτών του.

Με υψηλό λυρικό κύτταρο, ορμέμφυτο καλλιτεχνικό τάλαντο, αλλά και έναν ιδεώδη σωματότυπο για τους ρόλους που υποδύθηκε, ο Βασίλης Καΐλας διέγραψε μια πολύ αξιόλογη καλλιτεχνική διαδρομή στα κινηματογραφικά μας δρώμενα, κατακτώντας είτε ως «παιδί – θαύμα», είτε ως ώριμος ηθοποιός, μια περίσεπτη θέση στην καρδιά μας. Και έτσι τον θυμόμαστε πάντα !

Φιλμογραφία :

«Πήρες πτυχίο;» (1985), «Ο άγιος Πρεβέζης» (1982), «Βέγγος ο τρελλός καμικάζι» (1980), «Στη θύελλα της μεγάλης αγάπης» (1972), «Φλογισμένη σάρκα» (1971), «Μεθύσι της σάρκας» (1970), «Ας με κρίνουν οι ένορκοι» (1969), «Θέλω πίσω το παιδί μου» (1969), «Στον δάσκαλό μας ... με αγάπη» (1969), «Θα κάνω πέτρα την καρδιά μου» (1968, «Όνειρο απατηλό» (1968), «Ξεριζωμένη γενηά» (1968), «Οικογένεια Χωραφά» (1968, «Ταπεινός και καταφρονεμένος» (1968), «Μπροστά στην αγχόνη» (1968), «Μείνε κοντά μου αγαπημένε» (1968), «Δρόσω η αρχοντοπούλα» (1967), «Η ώρα της δικαιοσύνης» (1967), «Τι κι αν γεννήθηκα φτωχός» (1967), «Για την καρδιά της ωραίας Ελένης» (1967), «Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» (1967), «Ο εμποράκος» (1967), «Ησαΐα χόρευε» (1966), «Πλήγωσες την αγάπη μου»  (1966), «Ο νικητής» (1965), «Ο επαναστάτης» (1965), «Περιφρόνα με γλυκειά μου» (1965), «Άγγελοι χωρίς φτερά» (1965), «Θα ζήσω για σένα» (1965), «Ο μεγάλος όρκος» (1965), «Γιατί με εγκατέλειψες» (1965), «Είμαι μια δυστυχισμένη» (1964), «Κάθε λιμάνι και καημός» (1964), «Κατατρεγμένοι της μοίρας» (1964), «Το κορίτσι του πόνου» (1964), «Θύελλα σε παιδική καρδιά» (1964), «Η ψεύτρα» (1963), «Για λίγη στοργή» (1963), «Τα παλιόπαιδα» (1963), «Το μεγάλο αμάρτημα» (1963), «Καρδιές στην καταιγίδα» (1963), «Ο άσωτος» (1963), «Μεσάνυχτα στη βίλα Νέλλη» (1963), «Ο τρελλάρας» (1963), «Πληγωμένες καρδιές» (1963), «Ένας βλάκας με πατέντα» (1963), «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης» (1963), «Δύο μάννες στο σταυρό του πόνου» (1962), «Η νύφη τό σκασε...» (1962), «Λαφίνα» (1962), «Η Ελληνίδα και ο έρωτας» (1962), «Τα Χριστούγεννα του αλήτη» (1972), «Ο λουστράκος» (1962), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Μανταλένα» (1960), «Η κυρά μας η μαμμή» (1958), «το άρρωστο παιδάκι», «Το τελευταίο ψέμμα» (1958). Παράλλληλα συμμετείχε στην ταινία «Η Αλίκη στο ναυτικό», το 1961, στο ρόλο του μικρού παιδιού στο στιγμιότυπο με τον γάιδαρο, στην έναρξη της ταινίας.

Θέατρο :
1967 «Η πεντάμορφη», 1979  «Μάρτυς κατηγορίας», «Ο άντρας της ζωής μου», 1989 «Ένα καπέλο γεμάτο βροχή»

Τηλεοπτικό θέατρο :

1980 «Διακοπές στη Βενετία» ΕΡΤ, 1983 «Ο Σινάνης» ΕΡΤ, 1986 «Χαβιάρι και καφέ», ΕΡΤ

Υ.Γ. Ο πολιτισμός στις οδυνηρές οικονομικά μέρες μας, είναι τελείως περιθωριοποιημένος από την πολιτεία και υποχρηματοδοτημένος, με τις κεντρικές του δομές να αργοσβήνουν μία, μία. Πέρα από τον ελάχιστο παραπάνω οφειλόμενο φόρο τιμής, στους μεγάλους έλληνες κωμικούς μας, που διαμόρφωσαν το σύγχρονο πνευματικό ήθος του ελληνικού λαού και τον στήριξαν ηθικά στις δίσεκτες μεταπολεμικές μας δεκαετίες, που τις σκίαζαν οι οικονομικές στρεβλώσεις και οι κοινωνικές δυσπλασίες, οφείλουμε σήμερα ως πολιτεία με σοβαρότητα και ευθύνη, να καταστρώσουμε ένα κεντρικό Master Plan για τον πολιτισμό, που συνυφαίνοντας αρμονικά, τις αρχαιότητες, την πολιτισμική κληρονομιά και το πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό μας, σε κάθε γωνιά της ελληνικές περιφέρειας, θα δώσει ώθηση στην εθνική οικονομία και την περιφερειακή ανάπτυξη.

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »