Η μακρά πορεία των Αθηναίων, για να δούν το «φώς τους το αληθινό» !

Η μακρά πορεία των Αθηναίων, για να δούν το «φώς τους το αληθινό» !

Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Πέρασε από σαράντα κύματα, πόνους και περιπέτειες η Αθήνα μας και ο αξιαγάπητος λαός της, ωσότου δούν το «φώς τους το αληθινό», δοθέντος ότι μέχρι και την ανακάλυψη της εφαρμογής του ηλεκτρισμού από τον απαράμιλλο εφευρέτη του φωνογράφου και  άλλων επίσης ανακαλύψεων Τόμας Έντισον, το αττικό τοπίο το σκέπαζε το έρεβος του σκοταδιού. Με μόνο τρόπο φωτισμού κείνα τα δύσκολα χρόνια, με το αρχαίο λαδολύχναρο, αργότερα με το πετρέλαιο, το «ασθενικό» φωταέριο, αλλά και την πιο ισχυρή σε φωταγώγηση ασετυλίνη  και στερνότερα με τα φανάρια του οινοπνεύματος, μέχρι να φτάσουμε στο δεύτερο μισό του 20-ου αιώνα, όπου απολαμβάναμε πλουσιοπάροχα τα αγαθά του φωτισμού και της ηλεκτροδοσίας. Οι παλαιότεροι Αθηναίοι ενθυμούνται ότι και μέχρι την έξοδο από το μεσοπόλεμο, στα 1938 πολλά σπίτια στις φτωχογειτονιές της Αθήνας,  εφωτίζοντο με τις παραδοσιακές λάμπες λαδιού. Ενώ οι σημερινοί ογδοντάρηδες, είναι βέβαιον, ότι στα μαθητικά τους χρόνια διάβασαν με λάμπες ! είτε λαδιού, είτε πετρελαίου.  Τρόπος μαρτυρικός αφού άλλοτε το φυτίλι της λάμπας ήταν «μαδημένο» και δεν τράβαγε και άλλοτε η λάμπα ήταν γιομάτη θαμπούρα, από τη μουτζούρα ! Ακόμα πιο πίσω στα τέλη του 19-ου αιώνα, τα νοικοκυριά φωτίζονταν με αυτοσχέδια λαδοφάναρα που κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι πολίτες και όχι από το εμπόριο της εποχής. Έβαζαν σε ένα πιάτο λάδι, κατόπιν έπαιρναν ένα κομμάτι βαμβάκι το έπλαθαν δημιουργώντας μια άκρη οξεία σαν φυτίλι και το βουτούσαν μέσα στο λάδι. Άναβαν κατόπιν το «φυτίλι» από το βαμβάκι και είχαν έτοιμο το αυτοσχέδιο λαδοφάναρό τους, που τους χάριζε το τόσο πολύτιμο φως για να διαβάσουν, να μαγειρέψουν και όλες τις άλλες χρειαζούμενες δουλειές του σπιτιού. Προς αυτή την κατεύθυνση οι εφημερίδες της εποχής εκείνης, παρείχαν και χρήσιμες πληροφορίες – «μυστικά» για τους πολίτες, που θα έκαναν την κατασκευή του λαδοφάναρου πιο αποτελεσματική. Από τις πιο χαρακτηριστικές συμβουλές για όσους διέθεταν λάμπες με λάδι ήταν και οι εξής : «Επιθυμείτε  το φως της λυχνίας σας να είναι ζωηρότερον και λαμπρότερον χωρίς να καταναλίσκεται έλαιον;  Ουδέν απλούστερον και ευκολώτερον, αρκεί μόνον να μεταχειρίζησθε ελλύχνια (φυτίλια) εμβραχέντα πρότερον  πολλήν ώραν εντός όξους και ξηρανθέντα έπειτα έως ότου αφαιρεθεί και η ελαχίστη υγρασία. Τούτο δε εφαρμόζεται εις  οιανδήποτε λυχνίαν είτε πρόχειρον, είτε πολυτελή, είτε ελαίου, είτε πετρελαίου, είτε οινοπνεύματος».

Αλλά αυτόν τον ζόφο του σκότους ήλθε το 1879, να τον αμβλύνει – με την ελπίδα πλήρους εξάλειψής του – μια είδηση στις εφημερίδες από το εξωτερικό και δη από την Νέα Υόρκη. Η είδηση ανέφερε ότι ο διάσημος φυσικός και εφευρέτης Τόμας Έντισον, ο οποίος είχε ανακαλύψει τον φωνόγραφο  και άλλες σημαντικές σύγχρονες εφαρμογές, είχε επιλύσει το βασανιστικό πρόβλημα για χρόνια των φυσικών, ήτοι της υποδιαίρεσης του ηλεκτρικού φωτός και συνακόλουθα της εφαρμογής του σε καθημερινές χρήσεις. Ο αθηναϊκός τύπος έγραφε, ότι ο Έντισον, μπορούσε με την ηλεκτρική του μηχανή να δημιουργήσει άπειρο αριθμό φωτοβολίας, της οποίας η λάμψη ξεπερνούσε συντριπτικά την λάμψη της λάμπας φωταερίου – όπως η λάμπα του φωταερίου τη λάμψη της λαμπάδας – και σε συνάρτηση με το χαμηλό της κόστος, θα εξωθούσε τους ανθρώπους να αφήσουν το φωτισμό με το φωταέριο και να πάνε άρδην στην νέα τεχνολογία της εποχής. Πέρασαν ωστόσο πολλά χρόνια από τότε προκειμένου να εφαρμοστεί το επίτευγμα στον υπόλοιπο κόσμο πέραν της Αμερικής και ακόμα παραπάνω χρόνια στην Αθήνα. Έπρεπε να φτάσουμε μακριά στα 1906 για να τοποθετηθούν οι πρώτες τοξοειδείς λάμπες στους αθηναϊκούς δρόμους και σε λελογισμένες αποστάσεις, έτσι ώστε να φωτίζουν τους δρόμους επαρκώς. Σε πρώτη φάση στην Αθήνα ηλεκτρικές λάμπες μπήκαν στις Πλατείες Συντάγματος και Ομονοίας, εν συνεχεία στις οδούς Ερμού και Αιόλου, κατόπιν στην Αθηνάς και λίγο αργότερα στις Φιλελλήνων και Κολοκοτρώνη. Με την έλευση του 1907 έλαβαν χώρα οι απαραίτητες εργασίες για την τοποθέτηση ηλεκτρικών λαμπτήρων στην Αγίου Κωνσταντίνου και μετά στην Σόλωνος.

Μέχρι να έλθει αυτή η κοσμογονική επανάσταση στην ζωή των Αθηναίων, η πόλη εφωτίζετο με το φωταέριο – το περίφημο «γκάζι», εξού και το ομώνυμο εργοστάσιο της Πειραιώς παλιά. Στου δρόμους της Αθήνας λοιπόν είχαν τοποθετηθεί ειδικοί φανοί φωταερίου και τα βράδια, εξουσιοδοτημένος υπάλληλος του Δήμου, πήγαινε να τους ανάψει. Και ενώ σε αρκετούς δρόμους είχαν τοποθετηθεί και δυο και τρείς φανοί, ωστόσο ο παραγόμενος φωτισμός ήταν υποτονικός και προξενούσε δυσφορία στους πολίτες, που δεν έβλεπαν τη νύχτα καλά.  Όμως να που με την έλευση του 20-ου αιώνα, άρχιζε η κατασκευή ηλεκτρικού εργοστασίου στο Νέο Φάληρο, που θα ηλεκτροδοτούσε την Αθήνα και τον Πειραιά και θα επωμίζονταν ακόμα την ηλεκτροκίνηση των τράμ, που μέχρι τότε κινούνταν με άλογα ! Το εργοστάσιο τελικά αποπερατώθηκε το 1902 και εθεωρείτο το μεγαλύτερο των Βαλκανίων. Τα τράμ τέθηκαν σε κίνηση με ηλεκτρικό το 1908 και η Αθήνα και ο Πειραιάς μπήκαν στο φώς με πολύ αργούς ρυθμούς, με πολλά σπίτια λόγω οικονομικής ένδειας, να παραμένουν στον παραδοσιακό φωτισμό με το πετρέλαιο και το φωταέριο. Η παραγόμενη ισχύς του αρτιγέννητου εργοστασίου του Νέου Φαλήρου έγκειτο στους 8.620 ίππους. Και για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης της παραγωγικής του ικανότητας, την ίδια περίοδο αντίστοιχο εργοστάσιο του Βερολίνου παρήγε ισχύ 24.000 ίππων και ανάλογο των Παρισίων ισχύ 12.800 ίππων. Και έστω και αν καθυστερούσε για οικονομικούς και άλλους λόγους ο εξηλεκτρισμός της πρωτευούσης, ήταν αλήθεια ότι με την ίδρυση του ηλεκτρικού εργοστασίου, είχε επιτευχθεί  ένα μεγάλο βήμα τεχνικής προόδου για την πόλη. Και σε μια πρώτη εκτίμηση η Αθήνα, λίγο πρίν την έκσπαση του μεγάλου πολέμου του 1940, ηλεκτροδοτείτο πλήρως και μπορούσε κάθε αθηναϊκό νοικοκυριό, να έχει το φώς του !

Σύνδρομο και διαπλαστικό εξάλλου για την τεχνική πρόοδο στην πόλη, είναι και ένα αισθαντικό κείμενο του ογκωδέστερου έλληνα συγγραφέα και μυθιστοριογράφου Γρηγορίου Ξενόπουλου, δημοσιευμένο στα 1935 στην περίφημη «Διάπλαση των παίδων» του, που εξέδιδε με περισσήν στοργή και αγάπη, για την μαθητιώσα νεολαία. Έγραφε λοιπόν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Το λαμπρό θέαμα που παρουσιάζει η νυχτερινή Αθήνα, αναμμένη όλη σαν ένα τεράστιο, πολύχρωμο θαυμάσιο πυροτέχνημα, μου θυμίζει καμιά φορά την «πόλη του φωτός» όπως την είδα όταν πρωτοήλθα, εδώ και πενήντα χρόνια. Την ημέρα τη φώτιζε βέβαια ο περίφημος αττικός ήλιος, που σπάνια μάλιστα τον έκρυβαν μαύρα σύννεφα, γιατί η φυτεία που προκαλεί τη βροχή, εσπάνιζε τότε ακόμη. Την νύχτα όμως  δεν ήταν παρά μια μικρή «πόλη του σκότους». Το ηλεκτρικό φώς, ακόμα και το επίσης ζωηρό της ασετυλίνης, ήταν άγνωστα. Δεν υπήρχαν στους δρόμους, τις πλατείες, παρά «νυσταλέα φανάρια» γκαζιού και στα σπίτια, που δεν είχαν όλα γκάζι, λάμπες λαδιού, πετρελαίου και λίγο αργότερα οινοπνεύματος. Το βράδυ από νωρίς τα μαγαζιά έκλειναν και πόρτες και βιτρίνες, ολοσκότεινα πια και μόνο τα λιγοστά κέντρα – καφενεία, ζαχαροπλαστεία, θέατρα – έλαμπαν και τις νυχτερινές ώρες από μια στοιχειώδη φωταγώγηση. Μα μόλις απομακρύνονταν κανένας από το κέντρο, έπρεπε, για να περπατεί απρόσκοπτα, να κρατεί και κλεφτοφάναρο εξόν αν η νύχτα είχε φεγγάρι ή ζωηρή αστροφεγγιά. Και θυμούμαι ακόμα, σα γύριζα σπίτι μου από σοκάκια, τι ανακούφιση αισθανόμουν, περνώντας από κανένα φωτισμένο φούρνο ή από κανένα «διανυκτερεύον» φαρμακείο με το κλασικό πράσινο φώς στη μια του βιτρίνα – λάμπα πίσω από το μεγάλο αγγείο με πράσινο νερό – και με κοκκινοκιτρίνο στην άλλη…». Ακολούθως ο μεγάλος μας συγγραφέας του «Ποπολάρου», αναφέρεται στην πρόοδο της ηλεκτροδοσίας της πόλης και στην πλούσια πλέον φωταγώγησή της, με το άπλετο φως να την λούζει τη νύχτα και να την καθιστά πανοραμική. Ξεχωριστή δε αναφορά κάνει στις φωτεινές διαφημίσεις που είχαν αρχίσει να κεντρίζουν το ενδιαφέρον των Αθηναίων, αλλά και στις υπερφωτισμένες βιτρίνες  των μαγαζιών και τις φωτεινές επιγραφές, που δημιουργούσαν ευφορία και θαλπωρή στην πόλη. Προσθέτοντας επίσης ο Ξενόπουλος «Στην Αθήνα καταργήθηκε και το λάδι της λάμπας και το πετρέλαιο και το γκάζι. Όλα σχεδόν τα σπίτια έχουν ηλεκτρικό - και τα πιο μικρά και τα πιο απόκεντρα – και έτσι τα παιδιά δεν στραβώνονται πια, όπως εμείς στα νιάτα μας, για να διαβάζουν το βράδυ και να γράφουν. Τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών φωτίζουν ακόμη και τους πιο ανώμαλους δρόμους των μακρινών συνοικιών, όπου ο Δήμος δεν έχει βάλει ακόμα φανάρια. Αυτό εννοείται τις πρώτες ώρες της νύχτας, γιατί αργότερα τα σπίτια σβήνουν και η «φωτεινή πόλη» στα μέρη εκείνα είναι θεοσκότεινη. Και να προχτές τα μεσάνυχτα, φεύγοντας από ένα φιλικό μου σπίτι  πάνω από τον Άγιο Λουκά των Πατησίων, για να φτάσω ως την στάση του τράμ, μεταχειρίστηκα - τι ειρωνεία – ένα ηλεκτρικό φαναράκι της τσέπης…». Πόσο παραστατικός ο έξοχος Γρηγόριος Ξενόπουλος, αποτυπώνοντας τις περιπέτειες της πόλης, μέχρι να δει το φως της και να «μπεί στον πολιτισμό». Είχε είναι αλήθεια μια μυστική «γοητεία» και αυτός ο παραδοσιακός φωτισμός των νοικοκυριών, με το λαδοφάναρο, το, πετρέλαιο, την ασετιλίνη, το φωταέριο και το οινόπνευμα, προσφέροντας ωστόσο πέρα από τις μεγάλες δυσκολίες στην καθημερινότητα των ανθρώπων – και πολύ περισσότερο στη μελέτη τους – την μοναδική εγγύτητα των ανθρώπινων σχέσεων. Που μέσα από το ταπεινό φανάρι έσμιγαν και «αναγκαστικά» οι καρδιές η μια με την άλλη. Μα τα χρόνια παρήλθαν, η τεχνολογία κάλπασε σα φτερωτό άλογο και περάσαμε από το λυχνάρι και το φωταέριο, στα παρέχοντα σήμερα άπλετο φως leds !!! Αυτή ήταν εν σπέρματι, η μακρά πορεία του εξηλεκτρισμού της Αθήνας μας, που διήλθε από δύσβατα μονοπάτια, για να δεί το «φώς της, το αληθινό» !

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι Α΄ Αναπληρωματικός Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »