Βατραχονήσι – «Καφέ Τσουράπι», Λεωφόρος Βασ. Κωνσταντίνου (Ιστορική αναδρομή στην Αθήνα μας)

Βατραχονήσι – «Καφέ Τσουράπι», Λεωφόρος Βασ. Κωνσταντίνου
   (Ιστορική αναδρομή στην Αθήνα μας)

Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Συνδεδεμένη με έξοχες πολιτισμικές και καλλιτεχνικές μνήμες είναι η περιοχή του Βατραχονησίου ή Καφέ Τσουράπι, όπως κατ΄ευφημισμόν ονομάζετο. Με τον όρο Βατραχονήσι αποδίδονταν μετά τα μέσα του 19-ου αιώνα η συνοικία του Αρδηττού, μεταξύ του Σταδίου και του Παγκρατίου. Συνίστατο σε μια νησίδα που σχηματίζονταν στον ποταμό Ιλισό. Το όνομα Βατραχονήσι παραπέμπει στην παρουσία των συμπαθητικών βατράχων, που προφανώς υπήρχαν στον Ιλισό. Η περιοχή άρχισε να συγκροτείται οικιστικά απο τα τέλη του 19-ου αιώνα. Το παρανόμι «καφέ-τσουράπι» οφείλεται στην λειτουργία ενός καφενείου στα χρόνια της πρώτης οθωνικής περιόδου, που έφερε το ίδιο όνομα. Το καφενείο αυτό αποτέλεσε σημείο συνάντησης αντιμοναρχικών, που απεργάζονταν την πτώση του βασιλέως Όθωνος. Στο καφενείο προσεδόθη το όνομα «καφέ τσουράπι», επειδή η σύζυγος του καφετζή είχε επωμιστεί το καθήκον να παρακολουθεί επιμελώς για ενδεχόμενη ειβολή της αστυνομίας και προκειμένου έτσι να έχει διαρκή εποπτεία στην κίνηση, έπλεκε στα χέρια της ένα τσουράπι-κάλτσα. Απο τους βασικούς κατοίκους της περιοχής ήταν οι φύλακες του Ζαππείου, αλλά και οι κηπουροί του βασιλικού κήπου, που έμεναν σε μικρά σπιτάκια με κήπους. Στο Βατραχονήσι υπήρχαν και δυο γέφυρες για να εξυπηρετούν τους κατοίκους. Μια μαρμάρινη γέφυρα στην πλευρά του Σταδίου, αλλά και μια ξύλινη με σιδερένιο κιγκλίδωμα μετά τον δρόμο της Αγ. Σπυρίδωνος.

Λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου

Η οδός κατασκευάστηκε στα χρόνια 1959-1963 επιχωματώνοντας την κοίτη του ποταμού Ιλισού. Η οδός εκκινά απο την Πλατεία Σταδίου και απολήγει στην Μεγάλη του Γένους Σχολή. Κατά μήκος της βασιλέως Κωνσταντίνου και την ευρύτερη περιοχή της, υπάρχουν σημαντικά πολιτισμικά και ιστορικά μνημεία, χώρος που συνδιαμόρφωσε πολιτισμικά την πολιτιστική ταυτότητα της πόλης.

Οικία Γεωργίου Σεφέρη

Ευρίσκεται επι της οδού Άγρα 20. Σ΄αυτό το σπίτι διέμεινε στα στερνά χρόνια της ζωή τους ο οικουμενικός μας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, που τιμήθηκε το 1962 με το βραβείο Νομπέλ. Με την εκδημία του το 1971, στο σπίτι διέμενε η σύζυγός του Μάρω, η οποία απεβίωσε το 2000 (1901-2000).

Στην διασταύρωση των οδών Βασ. Κωνσταντίνου και Βασιλέως Γεωργίου Β΄ είναι τοποθετημένος ο ανδριάντας του αμερικανού πρόεδρου Χάρυ Τρούμαν.Ο ορειχάλκινος ανδριάντας αποτελεί έργο του γλύπτη Φελίξ Γουελτον (1963) κατασκευάστηκε με δαπάνη της οραγάνωσης ΑΧΕΠΑ (American Hellenic Educational Progressive Association). Η τοποθέτηση του ανδριάντα έγινε το 1963. Αρκετές φορές ωστόσο το ορειχάλκινο άγαλμα του Τρούμαν, βανδαλίστηκε και έγινε στόχος αντιαμερικανικών εκδηλώσεων στην Ελλάδα.

Οδείο Αθηνών

Το Ωδείο Αθηνών απο τα μείζονα καλλιτεχνικά στοιχεία της πόλης, ευρίσκεται στο σημείο συνάντησης των οδών Βασ. Γεωργίου, Βασ. Κωνσταντίνου και Ρηγγίλης. Πρόκειται για ένα μοντέρονο μαρμάρινο επιβλητικό κτίριο. Περιλαμβάνει δυο υπέργειους και δυο υπόγειους χώρους. Το κτίριο που συνίσταται σε ένα λαμπρό πολυχώρο έχει 35 αίθουσες, συναυλιακούς χώρους, δυο αμφιθέατρα, χώρους εκδηλώσεων, βιβλιοθήκη, αλλά και παρεκκλήσι. Το κτίριο ξεκίνησε να κτίζεται την περίοδο 1969-1970 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλου (1903-1992) προκειμένου να φιλοξενήσει το Ωδείο Αθηνών, το οποίο μετεφέρθη την δεκαετία του 1970 απο την έδρα του στην οδό Πειραιώς, στην οποία στεγάζονταν απο της ιδρύσεώς του. Εναλλακτικές θέσεις που είχαν προταθεί για την ανέγερση του Ωδείου Αθηνών ήταν η Πλατεία Κλαυθμώνος, ο χώρος της οικίας Βλαχούτση, όπως και η θέση του πολιτικού νοσοκομείου στην οδό Ακαδημίας. Το Ωδείο Αθηνών συνιστά το αρχαιότερο μουσικό ίδρυμα της χώρας και δημιουργήθηκε με την πωτοβουλία του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κουμουνδούρου το 1871, με Βασιλικό Διάταγμα φέροντας το όνομα «Μουσικός και Δραματικός Σύλλογος Αθηνών». Πρώτη έδρα του Ωδείου Αθηνών υπήρξε η οικία Βλαχούτση που παραχωρήθηκε για το σκοπό αυτό απο το Δημόσιο. Τα εγκαίνια του Ωδείου έλαβαν χώρα τον Ιανουάριο του 1873 παρουσία της κυβέρνησης, αλλά και του βασιλικού ζεύγους. Τα οικονομικά του Ωδείου Αθηνών συνέδραμαν επιφανείς προσωπικότητες της τότε αθηναϊκής κοινωνίας όπως οι : Γ. Αβέρωφ, Ανδ. Συγγρός, Μάρκος Ρενιέρης κ.α. Καλλιτεχνική πρόβα τζενεράλε έγινε τον Ιανουάριο του 1874, απο τους φοιτητές του Ωδείου. Μεγίστη υπήρξε ως πρός την καλλιτεχνική πρόοδο και άνθηση του Ωδείου, η προσφορά του Διευθυντή του Γεωργίου Νάζου. Σπουδαία υπήρξε ακόμα η οικονομική επιχορήγηση του Ωδείου απο τον Γ. Αβέρωφ με τα χρήματα του οποίου οι φοιτητές του μετεκπαιδεύονταν στο εξωτερικό και επέστρεφαν άρτια εκπαιδευμένοι, αποτελώντας τους νέους καθηγητές του. Μπόρεσε έτσι το Ωδείο με το υψηλά κατηρτισμένο προσωπικό του, να είναι στην αιχμή της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Απο το 1893 μέσα απο τα σπλάγχνα του Ωδείου Αθηνών δημιουγήθηκε η πρώτη συμφωνική ορχήστρα στην Ελλάδα, η οποία αρχικά έδινε συναυλίες στην έδρα του και αργότερα στον χώρο του Βασιλικού Θεάτρου, αλλά και στον ορχηστρικό χώρο, το Ωδείο Αθηνών επέδειξε σημαντική παρουσία. Το 1992 οι καθηγητές του Ωδείου δημιούργησαν ορχήστρα, που έδινε έξοχες μουσικά συναυλίες τα Κυριακάτικα πρωϊνά, στην αίθουσα του κινηματογράφου «Αττικόν» στην οδό Σταδίου. Όλες αυτές οι σπουδαίες  μουσικές δραστηριότητες του Ωδείου Αθηνών, είχαν σαν αποτέλεσμα να ρίξουν τον γόνιμο σπόρο της δημιουργίας υψηλών αξιώσεων μουσικού κοινού στην Αθήνα μας.

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών

Το ίδρυμα ευρίσκεται στην συμβολή των οδών Βασ. Κωνσταντίνου 48, Ριζάρη και Βασ. Γεωργίου Β΄. Πρόκειται για πενταώροφο οικοδόμημα που ανηγέρθη σε σχέδια των Κ. Δοξιάδη και Δ. Πικιώνη. Ενώ το 1990 προσετέθη και 6-ος όροφος. Ο θεμέλιος λίθος του κτιρίου ετέθη το 1965 και φιλοξενεί το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών που λειτουεγεί στον χώρο απο το 1968. Κατά μια εκδοχή το οικόπεδο που στο οποίο ανηγέρθη το ίδρυμα, ανήκε στις εκτάσεις της Δουκίσσης Πλακεντίας, οι οποίες κάλυπταν και τις δυο όχθες του ποταμού Ιλισού και ενώνονταν με γέφυρα την οποία είχε κατασκευάσει η Δούκισσα. Στα νεότερα χρόνια η έκταση αυτή πέρασε στην ιδιοκτησία του Δημοσίου. Με την έλευση του 20-ου αιώνα στον ίδιο χώρο υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες. Και στα επόμενα χρόνια φιλοξενήθηκαν οι στάβλοι της ύλης των Ευελπίδων. Το ΕΙΕ ιδρύθηκε το 1958 με Βασιλικό Διάταγμα και με την ονομασία «Βασλικόν ίδρυμα Ερευνών» έχοντας ως μέλημα την προαγωγή της επιστημονικής έρευνας, την ανάπυξη πανεπιστημιακών και άλλων ερευνητικών προγραμμάτων, την δημιουργία Ινστιτούτου Ανθρωπιστικού χαρακτήρα, με αντικείμενον ερεύνης όλες τις φάσεις της ελληνικής ιστορίας, θετικών ακόμα ινστιτούτων με αντικείμενο ερεύνης την Χημεία και την Βιολογία, αλλά και την δημιουργία Κέντρου Τεκμηρίωσης. Πρωτοστάτες για την δημιουργία του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών υπήρξαν οι φωτισμένοι ακαδημαίκοί δάσκαλοι Κ.Θ. Δημαράς και Ιωάννης Πεσμαζόγλου. Απο το 1958 εξάλλου λειτούργησε στο ΕΙΕ η σπουδαία βιβλιοθήκη «Κ.Θ. Δημαρά».

Εθνική Πινακοθήκη –Μυσείο Αλεξάνδρου Σούτζου

Ευρίσκεται επι των οδών Μιχαλακοπούλου, Βασ. Κωνσταντίνου και Βασ. Αλεξάνδρου. Το οικοδόμημα κτίστηκε την περίδο 1964-1975 σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Παύλου Μυλωνά και Δημητρίου Φατούρου. Το συγκρότημα συναπαρτίζεται απο δυο επιμήκη κτίρια, που επικοινωνούν μεταξύ τους με εσωτερικό διάδρομο. Η Πινακοθήκη φιλοξενεί σημαντικά έργα της επτανησιακής και κρητικής τέχνης και έργα ελλήνων ζωγράφων του 19-ου και του 20-ου αιώνα. Η δημιουργία της Πινακοθήκης συνυφαίνεται με Βασιλικό Διάταγμα του 1833, περί αναγέρσεως Πινακοθήκης. Το 1836 ο αρχιτέκτονας Κλέντσε επωμίστηκε την μελέτη σχεδίων για την ανέγερση του Παντεχνείου. Πάραυτα ελλείψει χρημάτων δεν προχώρησε η κατασκευή του κτιρίου. Και το 1840 ο Φ. Τσέντερ (F von Zentner) διευθυντής τότε του Πολυτεχνείου, ανέλαβε την συγκέντρωση στον χώρο έργων που είχαν συλλεχθεί στην Αίγινα και το  Ναύπλιο. Προϊόντος του χρόνου η συλλογή εμπλουτίζονταν στο Πολυτεχνείο με δωρεές και το 1878 λειτούργησε στον χώρο του Πολυτεχνείου, η Πινακοθήκη με 117 έργα ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών. Το 1896 σηματοδοτεί την ενίσχυση σοβαρής προσπάθειας για την δημιουργία αυτοδύναμης Πινακοθήκης. Το ελληνικό δημόσιο έτσι, λαμβάνει γενναίο κληροδότημα απο τον επιφανή νομικό και φιλότεχο Αλέξανδρο Σούτζο (1839-1895), περιλαμβανομένης ακόμα και της προσωπικής του συλλογής, με σκοπό την δημιουργία «Μουσείου ζωγραφικής» το οποίο τιμητικά θα έφερε το όνομα του πατέρα του. Απο το 1900 η Εθνική Πινακοθήκη θεσμικά αποκτά κανονιμσό λειτουργίας, αλλά και έμισθη συνάμα θέση εφόρου. Πρώτος έφορος θα αναλάβει ο μεγάλος ζωγράφος Γιώργος Ιακωβίδης (1853-1932), θέστη την οποία κατείχε μέχρι το 1918. Την χρονιά του 1919 η συλλογή της Πινακοθήκης με τα ήδη υπάρχοντα έργα απο το Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο εμπλουτίστηκε επίσημα με 107 έργα του κληροδοτήματος Αλεξ. Σούτζου. Και την περίοδο 1919-1910 η Πινακοθηκε διεχωρίσθη απο το Πολυτεχνείο. Το 1912 θα παραχωρηθεί στο ίδρυμα της Πινακοθήκης οικόπεδο στο Πεδίο του Άρεως, προκειμένου να οικοδομηθεί το αυτοδύναμο κτίριό της. Ωστόσο το οικόπεδο θεωρήθηκε απόκεντρο και έτσι η προσφορά δεν έγινε αποδεκτή. Το 1916 θα γίνει προσφορά απο το δημόσιο χώρου στην διασταύρωση των οδών Ριζάρη και Βασ. Σοφίας, στον οποίο στεγάζονταν τότε οι στρατώνες του πυροβολικού και αργότερα κτίστηκε εκεί το Πολεμικό Μουσείο. Πάραυτα οι αντιδράσεις των στρατιωτικών, αλλά και η οικονομική στενωπός της εποχής, δεν επέτρεψαν την ανέγερση της Πινακοθήκης. Προκειμένου να τονωθούν τα οικονομικά του ιδρύματος, ο έφορος Ιακωβίδης απευθύνθηκε για βοήθεια στον οικονομικά επιφανή της εποχής Μαρίνο Κοργιαλένειο και ο τελευταίος ανταποκρίθηκε στο αίτημά του. Το 1918 θα υπάρξει αλλαγή διοίκησης στην εφορεία της Πινακοθήκης και τον Γιώργο Ιακωβίδη διαδέχθη ο διαπρεπής λογοτέχνης και τεχνοκριτικός Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), ο οποίος υιοθετώντας ανοικτή πολιτική για την διοίκηση της Πινακοθήκης, αποφάσισε την παροχή ελευθέρας εισόδου στο κοινό. Με την δραστήρια και πολυδύναμη διοικητικά παρουσία του, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου εμπλούτισε με νέες δωρεές την Συλλλογή της Πινακοθήκης, ενώ προέβη στην αγορά σε πλειστηριασμό στο Μόναχο, του έξοχου αισθητικά πινάκα «Η συναυλία των Αγγέλων» του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.

Προκειμένου να λύσει το πρόβλημα της στέγης της Πινακοθήκης, ο Παπανατωνίου κατέφυγε στην αγορά του Μεγάρου Σλήμαν, που πάραυτα δεν τελεσφόρησε διότι εκρίθη ως ακατάλληλος χώρος για να στεγάσει τις ανάγκες της Πινακοθήκης. Στα χρόνια του φονικού Β΄παγκοσμίου πολέμου, οι πίνακες της Πινακοθήκης μετεφέρθησαν στο αχρχαιολογικό Μουσείο για λόγους ασφαλείας. Κατόπιν τα έργα στεγάστηκαν για μια τριετία στην Casa d’ Italia. Εν συνεχεία μετεφέρθηκαν στους στρατώνες του Πυροβολικού  Βασ. Σοφίας και Ριζάρη. Το 1949 θα έχουμε μια νεα αλλαγή στην διοίκηση της Πινακοθήκης και την διεύθυνσή της θα αναλάβει ο ιστορικός τέχνης Μαρίνος Καλλιγάς (1906-1985), ο οποίος και ανακίνησε πάλι το ζήτημα της στέγασής της. Όμως το οικόπεδο στην συβολή των δρόμων Βασ. Σοφίας και Ριζάρη που είχε παραχωρηθεί στην Πινακοθήκη μάλιστα δια νόμου, τώρα προσεφέρθη απο το Υπουργείο Εξωτερικών στην Αμερικάνικη Πρεσβεία. Ωστόσο η τελευταία όταν ενημερώθηκε για το ιστορικό του οικοπέδου, παραιτήθηκε απο την διεκδίκησή του. Το διάστημα 1952-1959 με επιλογή παρουσιάζονται έργα της Πινακοθήκης στο Ζάππειο Μέγαρο. Και το 1954 με νόμο ιδρύεται πλέον το ίδρυμα «Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου». Ενώ παραχωρείται και το οικόπεδο που θα κτιστεί η σημερινή Εθνική Πινακοθήκη. Στο κτίριο ο θεμέλιος λίθος ετέθη το 1964 απο τον Γεώργιο Παπανδρέου. Στα εκπονηθέντα σχέδια προβλέπονταν δυο ακόμα όροφοι, οι οποίοι τελικά δεν κτίστηκαν. Το 1969 ξεκίνησε η λειτουργία ενός μόνο τμήματος της Πινακοθήκης. Το 1971 αποχώρησε απο την διοίκηση της Πινακοθήκης ο Μ. Καλλιγάς και τη διεύθυνσή της ανέλαβε το 1972 ο αρχαιολογός κακ ιστορικός τέχνης Δημήτριος Παπαστάμος. Ιστορική χρονιά για την Εθνική Πινακοθήκη το 1976, οπότε και εγκαινιάστηκε επίσημα. Απο το 1992 τα ηνία της διοίκησης του Ιδρύματος αναλαμβάνει η ιστορικός τέχνης και καθηγήτρια της ΑΣΚΤ Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, που με την ευρυδιάστατη πολιτισμική της συγκρότηση, την ηθική της εμπνοή και τους ανοιχτούς της ορίζοντες για την τέχνη και τον πολιτισμό, έδωσε μεγάλη ώθηση, υψηλό κύρος και έξω απο τα όρια της χώρας και καλλιτεχνική δυναμική στην Πινακοθήκη. Με τις ενορατικές της συλλήψεις και τις πολυδύναμες παγκοσμίου κύρους εικαστικές εκθέσεις που διοργάνωσε η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, μετακαλώντας στην Πινακοθήκη μας μερικά απο τα μεγαλύτερα παγκόσμια εικαστικά αριστουργήματα, και την αρωγή ακόμα σπουδαίων ανθρώπων της τέχνης, κατέστησε την Πινακοθήκη ένα κυρίαρχο πολιτισμικό προϊόν της Ελλάδας, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες, τόσο στην διεύρυνση και καλλιέργεια της αισθητικής παιδείας στην χώρα, όσο και στην θωράκιση του πολιτισμικού κύρους της. Η συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης είναι πλούσια αισθητικά τόσο σε όγκο έργων, όσο και σε ποικιλία καλλιτεχνικής δημιουργίας και αισθητικών τεχνοτροπιών. Περιλαμβάνει περί τα 10.000 έργα απο το φάσμα της ζωγραφικής, της γλυπτικής, αλλά και της χαρακτικής. Σε ότι αφορά την χωροταξική κατανομή των έργων, στον α΄ όροφο εκτίθενται παλαιότερα έργα απο τον 14-ο αιώνα και στον β΄όροφο έργα του 20-ου αιώνα. Στην φωτογραφία ο Ιλισός και η λεωφόρος Βασ. Κωνσταντίνου.Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα απο το υπο έκδοση σε λίγες μέρες βιβλίο μου "ΑΘΗΝΑ, ζαφειρόπετρα....", όπου επιχειρεί μια πανοραμική κάτοψη στην πολιτισμική-αρχιτεκτονική-κοινωνική ταυτότητα της Αθήνας μας, ενώ παρουσιάζει στο πρώτο μέρος του, όλους τους διατελέσαντες Δημάρχους της Αθήνας, απο το 1830 μέχρι σήμερα.

*Ο συγγραφέας, M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π., Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων, με τον κ-ο Άρη Σπηλιωτόπουλο, "ΑΘΗΝΑ ΜΠΟΡΕΙΣ".
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »