Δημοσθένης Βουτυράς

Δημοσθένης Βουτυράς

Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Καίτοι «ασπούδαχτος» χωρίς κανένα φιλολογικό εξοπλισμό, ο Δημοσθένης Βουτυράς διέλαμψε στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Με υψηλή ευαισθησία, τεράστια βιωματική εμπειρία του γίγνεσθαι της κοινωνικής πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και καλλιεργώντας επίμονα τον από φυσικού του προικισμό στην λογοτεχνία, ο Βουτυράς προσέγγισε  πολύ υψηλά επίπεδα συγγραφικής τέχνης. Διαβάστηκε πολύ, δοξάστηκε, αλλά και αμφισβητήθηκε άλλο τόσο, από την επίσημη κριτική, που τον έψεξε για την αδυναμία του  να διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη συγ-γραφική ταυτότητα. Υπήρξε απαράμιλλος κοινωνικός ανατόμος και αποτύπωσε αδρά με τον χρωστήρα του την υστέρηση του κοινωνικού μετασχηματισμού στην ελληνική κοινωνία, τις δεκαετίες που ακολούθησαν ο δράμα της μικρασιατικής καταστροφής. Υπήρξε ο Βουτυράς ο συγγραφέας των προλεταρίων και αναγορεύτηκε σε σύμβολο των ανθρώπων του κοινωνικού περιθωρίου. Ο συγγραφέας αντλούσε το υλικό του από τις βιωματικές του παραστάσεις στο περιβάλλον της χαμοζωής του μεσοπολέμου, όπου οι κοινωνικές στρεβλώσεις και οι κοινωνικές δυσπλασίες αποτυπώνουν τη σφραγίδα της δυστυχίας, στους απόκληρους της ζωής. Γύρω στα 1925 ο συγγραφέας ανεβοκατεβαίνει με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο από την Αθήνα στον Πειραιά και συγκλονίζεται από το κοινωνικό τοπίο που αντικρίζει. Δρόμοι σκονισμένοι και αδιαμόρφωτοι, σπιτάκια ανήλιαγα και απομονωμένα με αυλές που έχουν μαγγανοπήγαδο και πουλερικά, ασπρόρουχα απλωμένα στους μαντρότοιχους και κάπου κάπου κανα μαγαζάκι ή μια σκοτεινή ταβέρνα.  Αυτός είναι ο θλιβερός κοινωνικός διάκοσμος με τον οποίον διασταυρώνεται ο συγγραφέας και παίρνει το έναυσμα για να αποτυπώσει τη δυστυχία και την κοινωνική περιθωριοποίηση. Ένα τοπίο χωρίς ίχνος ανθρώπινης ζωντάνιας, χωρίς καμιά χάρη και χαρά. Δίχως ελπίδα.  Όπως σημείωσε ο μεγάλος μας κριτικός Ανδρέας Καραντώνης «Ένα τοπίο χαμένο στα κράσπεδα της μεγάλης πολιτείας. Τοπίο μεταβατικό, που στέκει με δισταγμό ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, φυτρωμένο έξω από τη βουή και τη λάμψη και το δυναμισμό της μεγάλης πόλης». Και ανάμεσα στα συντρίμμια των φτωχομαχαλάδων της στρεβλά αναπτυσσόμενης  βιομηχανικής Αθήνας οι απόκληροι εργάτες. Οι νικημένοι της ζωής, που συμβιβάζονται με την κοινωνική αποτυχία και υιοθετούν τη μικροαστική μιζέρια. Μέσα σ΄ αυτό το γκρίζο και θολό κοινωνικό τοπίο ο  Βουτυράς τεχνουργεί τον καμβά των διηγημάτων του, με ηθική ενάργεια και μαστοριά. Σ’ αυτό το τοπίο αναπτύσσονται  οι λαϊκοί έρωτες, εδώ ακούγονται τα ξυλοκοπήματα των γυναικών από τους συζύγους τους, όταν γυρίζουν το βράδυ μεθυσμένοι από την ταβέρνα. Εδώ ξετυλίγεται το μαρτύριο της φτώχειας, η κοινωνική αθλιότητα, ο πόνος των απαρηγόρητων χωρισμών, το δράμα του θανάτου, τα τσακισμένα όνειρα και οι σπασμένες ελπίδες των νικημένων της ζωής, όπως στους «Μοιραίους» του Κώστα Βάρναλη. Έτσι και στους πρωταγωνιστές του Βουτυρά, μπορεί κανείς μέσα από την ψυχολογία τους, να αντλήσει το μέτρο της κοινωνικής υστέρησης στην Ελλάδα στα χρόνια του μεσοπολέμου.

Τα πρόσωπα του Βουτυρά είναι μοιρολατρικά μυστικοπαθή με ανεπίστροφα χαμένη την ψυχική τους ισορροπία. Οι αποτυχημένοι, οι νικημένοι από τη ζωή που περιφέρονται άσκοπα και άβουλα, χωρίς κανένα ιδανικό. Όπως έγραψε ο κριτικός μας Ανδρέας Σαχίνης η βαριά κατάθλιψη, η υποταγή στη μοίρα, η συνθηκολόγηση με τη μικροαστική μιζέρια, τοποθετημένα όλα τούτα μέσα σε ένα κοινωνικό περίγυρο που τον μαστίζει αλύπητα η φτώχεια, η μιζέρια, η κακομοιριά, δημιουργούν στο Βουτυρά ένα κλίμα διαβρωτικό που στενάζει βαθιά κάτω από το καταθλιπτικό βάρος της απαισιοδοξίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο στην ελληνική κοινωνία, κάνουν την εμφάνισή τους οι ρώσοι κλασικοί. Ας θυμηθούμε εδώ τον «Παίχτη» του Ντοστογιέφσκυ ή τους «Ταπεινούς και Καταφρονεμένους», πόσες αλήθεια αντιστοιχίες θα έβρισκε ο αναγνώστης στους ήρωές τους, με τους ήρωες του Βουτυρά; Στα φιλολογικά υπόγεια έπλεε ούριος άνεμος θαυμασμού για τους ήρωες του περιθωρίου, που ανυπότακτοι και επιρρεπείς καθώς ήταν σε κοινωνική ανταρσία, συμβόλιζαν την ελπίδα νίκης των καταφρονεμένων. Όπως με παραστατική ενάργεια σημείωσε ο Άγγελος Τερζάκης «Στην πνιγερή και ταραγμένη, στη νωθρή και πολυθόρυβη ατμόσφαιρα, όπως οι αίθουσες των καφενείων, ο Βουτυράς παρουσιάστηκε σα σύμβολο. Ήταν ο έλληνας προλετάριος συγγραφέας των προλετάριων, της υποαστικής ρωμαίικης νοοτροπίας». Ο Βουτυράς επιλέγει συχνά ως χώρο από το κοινωνικό περιθώριο για να δημιουργήσει τα διηγήματά του, την ταβέρνα. Στην ταβέρνα ζωγραφίζει τους ήρωές του στις πιο θερμές και μεστές εκφράσεις της ζωής τους. Οι πρωταγωνιστές του απολυτρωμένοι από το πιοτό, με διάχυτη μελαγχολία, καρτερικοί, είναι οπλισμένοι με μια αντίληψη της ζωής που τείνει στο μηδενισμό. Κάποτε μάλιστα ερωτεύονται πλατωνικά ένα πρόσωπο χωρίς να το έχουν γνωρίσει, η θύμηση του οποίου τους επισκέπτεται στην κατάπτωσή τους, σα γλυκιά νοσταλγία και παρηγοριά. Με αδρές πινελιές έτσι ο συγγραφέας μας δίνει το ψυχολογικό μοτίβο του ελληνικού λαϊκού τύπου. Διαχυτικός, φαντασιοκόπος και καβγατζής, είναι πάντοτε περιπαθής και αθεράπευτα ρομαντικός στο βάθος. Αντιπροσωπευτικότερο έργο του Βουτυρά μπορούν να θεωρηθούν «Οι Αλανιάρηδες». Πρόκειται για την περιπέτεια μιας φτωχοπαρέας του περιθωρίου, με κοινά σημεία αναφοράς το κρασί και τη δυστυχία. Μέσα στο λαϊκό σπιτάκι, την ταβέρνα και το εργοστάσιο «Οι Αλανιάρηδες», ναυάγια ζωής, που προέρχονται από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, εργάτες, ραφτάδες, καφετζήδες, μικροέμποροι και ανεπάγγελτοι και απροσανατόλιστοι νέοι με θαμπά όνειρα, δίνουν το δικό τους στίγμα, μέσα από τις διαστάσεις της χαμοζωής. Είναι μοιρολατρικά παραδομένοι στο βούρκο του περιθωρίου, εγκλωβισμένοι μέσα στα δίχτυα του ξεθωριασμένου συνοικιακού τους περιβάλλοντος, που δεν τους αφήνει να κάνουν ένα βήμα παραπέρα. Φυλακισμένοι μέσα στις αυλές, τα μικρά δρομάκια και τις ταβέρνες της γειτονιάς, σαν μην άκουσαν ποτέ το κάλεσμα της ζωής, σαν  να μη γνώρισαν ποτέ το απέραντο πλάτος των οριζόντων της. Ας σταχυολογήσουμε ένα εξαιρετικό χωρίο από τους «Αλανιάρηδες». « Έλα, έλα, φεύγα απ΄ τον κόσμο είπε στην όρνιθα καθώς την κρατούσε και που τον πείραξε πολύ, γιατί αισθάνθηκε στα χέρια του την καρδιά της να χτυπά δυνατά, φεύγα αφού η μοίρα σε έκανε με φτερούγες αντί με χέργια…. Ίσως ξανάρθεις, με χέργια και τότε ίσως εγώ θα είμαι με φτερούγες». Ο Δημοσθένης Βουτυράς υπήρξε μια ρωμαλέα και πολυδύναμη μορφή της ελληνικής πεζογραφίας. Κατόρθωσε με την ηθική του εμπνοή και την ευαισθησία του, να πάρει το περιθώριο και την ταβέρνα και να τα κάνει υψηλής μορφής τέχνη. Το παρόν δοκίμιο έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες της Ηλείας και σε περιοδικά πολιτιστικού ενδιαφέροντος.

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »