Ο ανιδιοτελής και έντιμος Γεώργιος Καφαντάρης

Ο ανιδιοτελής και έντιμος Γεώργιος Καφαντάρης

Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Με την πολυμερή παιδεία του, το ευγενές δημοκρατικό του ήθος, την παροιμειώδη εντιμότητά του – που εκπήγαζε απο την υψηλή συναίσθηση χρέους υπηρεσίας πρός τον ελληνικό λαό - τις εμπνευσμένες του παρεμβάσεις σε ευρύταστο φάσμα της δημόσιας διοίκησης, στις οποίες προεξάρχουν οι ρηξικέλευθες προτάσεις του για την ανακαίνιση της ελληνικής γεωργίας, αλλά και αποτελώντας κορυφαίο συνεργάτη του απαράμιλλου Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Γεώργιος Καφαντάρης διήνυσε μια μακρά πορεία στο πολιτικό μας πεδίο, φθάνοντας και στο ύπατο αξίωμα της πρωθυπουργίας. Πάνω απο όλα όμως ο Γεώργιος Καφαντάρης, υπήρξε ένας αγνός πατριώτης και ανδιοτελής πολιτικός, που έθεσε σε όλο τον μακρύ και άξιο πολιτικό βίο του, πάνω απο τις προσωπικές του επιδιώξεις, τα συμφέροντα του λαού και της πατρίδας. Για τούτο και τον στεφανώνει ο κότινος ηθικής αριστείας, του αγνού και ανιδιοτελούς πολιτικού, που εξήλθε της πολιτικής όχι πλουσιότερος, αλλά ενδοξότερος !!! Οπως υπαγόρευε ο αρχαίος έλληνας εκ των επτά σοφών Βίας ο Πριηνεύς - 625-540 π.Χ.- «Δει τον αγαθόν άνδρα παυόμενον της αρχής μη πλουσιώτερον, αλλά μάλλον ενδοξότερον γεγονέναι». Γεννημένος σε ένα περιβάλλον πολιτικής ευκρασίας είχε στην κυριολεξία την πολιτική στο αίμα του και έτσι η ενσχόλησή του με τα δημόσια δρώμενα ήταν αναπότρεπτη. Είδε το φως της ζωής το 1873 στην ανατολική Φραγκίστα Ευρυτανίας. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Καφαντάρης ήταν επώνυμο στέλεχος της τοπικής αυτοδιοίκησης της περιοχής του και είχε εκλεγεί δήμαρχος αρκετές φορές στο Κεράσοβο μέχρι το 1912. Αλλά πολιτικός παράγοντας στην οικογένειά του εξέχοντος πολιτικού, ήταν και ο πατέρας της μητέρας του Ιωάννης Μηλιάς, ο οποίος είχε διατελέσει δήμαρχος του Δήμου Απεραντίων. Έτσι ο Γεώργιος Καφαντάρης ανατράφηκε σε πολιτικά νάματα και είχε την πολιτική στην  κυριολεξία στο αίμα του.

Με την αποπεράτωση της βασικής δημοτικής του εκπαίδευσης, ο Γεώργιος Καφαντάρης συνέχισε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Μεσολόγγι. Εν συνεχεία ακολούθησε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και με την ολοκλήρωση των σπουδών του επιδόθηκε στην μάχιμη δικηγορία στην Ευρυτανία και το Μεσολόγγι. Πολύ γρήγορα αναγνωρίστηκε επαγγελματικά για τις δικανικές του αρετές και έτσι δημιουργήθηκε με το υψηλό του κύρος το υπόστρωμα, για το άνετο πέρασμά του στην πολιτική. Ήταν προδιαγεγαμμένο ότι ο Ερυτάνας πολιτικό θα εξελίσσετο σε μεγάλη πολιτική φυσιογνωμία. Είχε την πολιτική στο DNA του και για τούτο είχε απορρίψει την άνετη και προνομιακή θέση, υψηλόβαθμου τραπεζικού στελέχους που του είχε προσφέρει ο πατέρας του. Πρόβα τζενεράλε στο πολιτικό μας πεδίο, ο Γιώργος Καφαντάρης θα κάνει το 1902. Κατήλθε υποψήφιος βουλευτής με τον πολιτικό συνασπισμό που απαρτίζονταν απο του Θεοτοκικούς, Αλεξανδρόπουλο και Σερπάνο, τον Ζαϊμικό Χατζόπουλο και τον Δεληγιαννικό Τσιτσάρα, αλλά η προσπάθειά του απέβη άκαρπος.  Όμως το 1905 είναι η ευτυχής και κομβική του πολιτική στιγμή, αφού εκλέγεται βουλευτής και ξεκινά την πολύπλαγκτη πολιτική του διαδρομή και παρουσία. Αχικώς θα πολιτευθεί υπο τον σχηματισμό του Δημητρίου Ράλλη, αλλά στην συνέχεια θα ενταχθεί δυναμικά στους «Φιλελευθέρους» του Ελευθερίου Βενιζέλου, του οποίου θα εξελιχθεί ο πιο έμπιστος συνεργάτης και επιστήθιος φίλος. Βουλευτής ο Καφαντάρης θα εκλεγεί στην Ευρυτανία, αλλά κατά διαστήματα θα εκλεγεί και στις περιοχές της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Ένθερμος ακόμα υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας του έθνους και αγνός πατριώτης, θα καταταγεί εθελοντής στον Α΄Βαλκανικό Πόλεμο του 1912-13 και θα συμμετάσχει στο σώμα που κατέλαβε την Χίο.

Το 1910 θα αναλάβει για πρώτη φορά κρατικό αξίωμα, διοριζόμενος Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών, απο τον προβεβλημένο υπουργό οικονομικών του Ελευθερίου Βενιζέλου και κορυφαίο συντελεστή του Μακεδονικού Αγώνα Λάμπρο Κορομηλά – τον «δεσπότη» όπως τον αποκαλούσαν συνωμοτικά στα χρόνια της θητείας του στο Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Μάλιστα δοθείσης της υψηλής παιδείας του περί τα οικονομικά, απο την έπαλξη του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών, θα κάνει μια μνημειώδη αγόρευση στις 14 Δεκεμβρίου του 1914, ως εισηγητής του κόμματος των Φιλελευθέρων στην Βουλή για τον Προϋπολογισμό, που στην κυριολεξία θα επιβάλλει το κύρος του στον πολιτικό κόσμο. Προασπίζοντας σθεναρά τότε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ο σπουδαίος μεσοπολεμικός μας πολιτικός θα πεί στην εισήγησή του «Αι παλαιαί κυβερνήσεις υπό το πρόσχημα ότι το κεφάλαιον έχει ανάγκην ιδιαιτέρων περιποιήσεων, διά να μην φυγαδευθή, ουδέποτε εσκέφθησαν την προστασίαν της εργατικής τάξεως. Και το μεν κεφάλαιον δεν εφυγαδεύθη. (...) Εφυγαδεύθησαν όμως αι εργατικαί χείρες, που αποτελούν την δύναμιν και την ισχύν του τόπου, όχι μόνον την οικονομικήν, αλλά και την εθνικήν» !!!  Λόγος προφητικός και διαχρονικός μέχρι και σήμερα, που αποτυπώνει τις κακοδαιμονίες και τις στρεβλώσεις της πολύπαθης εθνικής μας οικονομίας. Και πέντε χρόνια αργότερα στην μακρά και πολυεπίπεδη πολιτική σταδιοδρομία του Γιώργου Καφαντάρη το 1915, έρχεται και η ανάληψη υπουργικού θώκου. Του ανατίθεται το υπουργείο εσωτερικών στην κυβέρνηση του εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, έχοντας καταξιωθεί στους κορυφαίους συνεργάτες του. Να σημειώσουμε ότι πρωθύστερα έχοντας αποτυπώσει αδρά το στίγμα του και στα ακαδημαϊκά και πολιτισμικά δρώμενα της εποχής, ο Καφαντάρης απο τις αρχές του 1916, εξέδιδε την «Μηνιαία Επιθεώρηση» με συνεργάτες τους Α. Διομήδη, Ι. Σοφιανόπουλο, Α. Μιχαλακόπουλο κ.α. που συνιστούσαν τότε την αφρόκρεμα της ελληνικής διανόησης στα πεδία, της πολιτικής, της οικονομίας και της φιλοσοφίας. Έκτοτε ο Καφαντάρης θα συνδέσει την μοίρα του, με τον επαναστάτη του Θέρισσου, θα αποτελέσει τον τοποτηρητή του στο κόμμα των «Φιλελευθέρων», όταν ο τελευταίος πικραμένος θα πάρει τον πικρό δρόμο της αυτοεξορίας του στο Παρίσι και θα τον στηρίξει καταβάλλοντας υψηλό κόστος, σε όλες τις ρηξικέλευθες επιλογές του. Διαμπνεόμενος μάλιστα απο πολύ ριζοσπαστικές ιδέες ο Ευρυτά-νας πολιτικός, θα καταθέσει στην Βουλή το 1917 πρόταση υπέρ της αβασιλεύτου δημοκρατί-ας και θα αποτελέσει τον πρώτο αστικών καταβολών πολιτικό, που θα αμφισβητήσει θεσμικά την βασιλεία. Πλάϊ στην ηθική και πολιτική μεγαλουργία του εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, θα λάμψει και το άστρο του κορυφαίου συνεργάτη του Γιώργου Καφαντάρη. Το 1919 έτσι στη νέα σχηματισθείσα απο το 1917 κυβέρνηση Βενιζέλου, ο Καφαντάρης ορίζεται υπουργός Γεωργίας. Απο την νέα του αυτή υπουργική έπαλξη, θα προβεί σε εύτολμες πολιτικές παρεμβάσεις, μέσω των οποίων θα αφήσει ανεξάλειπτο το στίγμα του. Ειδικώτερα θα καταθέσει τον Νόμο 2052, που καταργούσε τον 1072, μέσω του οποίου εκδημοκράτιζε την διαδικασία των απαλλοτριώσεων και μείωνε δραστικά τα φαινόμενα της διαφθοράς. Με τον νόμο αυτό καθορίζονταν με σαφήνεια οι γενικοί κανόνες για την εκτίμηση των αποζημιώσεων στους ιδιοκτήτες γής και καθίσατο διαυγής η διαφορά ανάμεσα σε γεωργούς και επαγγελματίες, σε ότι αφορά τους γεωργικούς κλήρους. Και πρός αυτή την κατεύθυνση, στην έδρα κάθε πρωτοδικείου συνεστήνετο αρμόδια επιτροπή, για τον αρμονικό διακανονισμό των απαλλοτριώσεων.

Όμως σε λίγο καιρό θα επέλθει η έξοδος- ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου  απο το πολιτικό μας πεδίο και ο Καφαντάρης σαν έμπιστος συνεργάτης, του τον ακολουθεί στην πολιτική του περιθωριοποίηση. Μετά την ήττα του κόμματός τους, αναχωρεί  για το εξωτερικό (Γαλλία - Ιταλία) και θα  επανέλθει στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1922,  οπότε και εσκπάζει το κίνημα των Πλαστήρα - Γονατά. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Ευρυτάνας πολιτι-κός αν και κεντρικός συνεργάτης και επιστήθιος φίλος του Βενιζέλου, δεν δίστασε με την ευθυκρισία που τον διέκρινε και την αδιαπραγμάτευτη πολιτική του αυτοτέλεια, να εκφράσει την σοβαρή διαφωνία του στον κραταιό Κρήτη, για την επιλογή του να κάνει εκλογές τον Νοέμβριο του 1920 και υπο τις δάφνες της μεγαλουργού εθνικά Συνθήκης των Σεβρών – 10 Αυγούστου του 1920 – που υλοποιούσε το μεγάλο όραμα της εθνικής μας ακεραίωσης. Με την δημιουργία της Ελλάδος των «τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Ο Καφαντάρης με το οξύτατο πολιτικό ένστικτο και την μοναδική λαϊκή όσφρηση που διέθετε, διέβλεπε την κόπωση του ελληνικού λαού, απο την παντοδυναμία και την πολιτική πολυπραγμοσύνη ενίοτε των Βενιζελικών. Εκτιμούσε έτσι πώς αν οι αντιβενιζελικοί κατίσχυαν στις εκλογές, θα προξενούνταν στην χώρα σοβαρή πολιτική αστάθεια. Και δυστυχώς επαληθεύτηκε κατά τραγικό τρόπο, στην οξυνούστατη εκτίμησή του. Επακολούθησε η τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής !!! Τρία χρόνια λοιπόν αργότερα θα ενσκήψει και η μικρασιατική τραγωδία, με την οποία όπως υποδειγματικά θα σημειώσει ο μαρτυρικός Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, «σύμπασας ο Ελληνισμός κατήρχετο στον άδη». Με την επάνοδο του Βενιζέλου στην πολιτική μας σκηνή τον Ιανουάριο του 1924, ο Γιώργος Καφαντάρης αναλαμβάνει το υπουργείο Δικαιοσύνης. Όμως έχουν εμφυλοχωρήσει έριδες στο κόμμα των «Φιλελευθέρων» γύρω απο το πολιτειακό, την απάλειψη δηλαδή της βασι-λείας και έτσι υπο την πίεση των ριζοσπαστικών φωνών των «Φιλελευθέρων», ήτοι Παπαναστασίου, Μιχαλακόπουλου κ.α. ο Βενιζέλος παραιτείται απο πρωθυπουργός και μεταβαίνει για λόγους υγείας στο Παρίσι. Και έναν μήνα αργότερα ο Καφαντάρης  ως «τοποτηρητής» στην κυριολεξία του Βενιζέλου και υποδεικνυόμενος απο τον Κρήτη αρχηγό του κόμματος, αναλαμβάνει στις 6 Φεβρουαρίου του 1924 την πρωθυπουργία, στην οποία τελικά θα μείνει μέχρι τις 12 Μαρτίου 1924. Με την ανάληψη του ύπατου πολιτικού μας αξιώματος, ο Καφαντάρης κατέθεσε αμέσως στην Βουλή νόμο, για την επίλυση του πολιτειακού. Μάλιστα θα δεχθεί και τις αφόρητες πιέσεις του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» - πρωτοστατούντων των στελεχών του Παγκάλου, Κονδύλη και Χατζηκυριάκου - που παντί σθένει ήθελε την εκδίωξη του βασιλέως. Ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» εξάλλου απηύθυνε και διάβημα στον Καφαντάρη, λέγοντας πως ήταν διατεθειμένος «με κάθε μέσο να επιβάλλει την δημοκρατία».

Ο Καφαντάρης προσβλέποντας στην στήριξη του Ελευθερίου Βενιζέλου, διεμήνυε πρός όλες τις κατευθύνσεις, ότι δεν θα ενέδιδε στους εκβιασμούς. Τελικά υπο το βάρος των γεγονότων οδηγήθηκε στην παραίτηση στις 8 Μαρτίου 1924. Αφότου όλες οι πτέρυγες των «Φιλελευθέρων», αποφάσισαν να στηρίξουν κυβέρνηση υπο τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου στις 12 Μαρτίου του 1924, ο Καφαντάρης στις 17 Μαρτίου του ίδιου έτους, αποσχίστηκε απο το κόμμα των «Φιλελευθέρων» και δημιούργησε δικό του πολιτικό σχηματισμό τους «Προοδευτικούς Φιλελευθέρους». Όμως η δημοκρατική κυβέρνηση Παπαναστασίου θα καταλυθεί στις 25 Ιουνίου 1925, με την έκσπαση του στρατιωτικού κινήματος του Θεοδώρου Παγκάλου. Και ο Ευρυτάνας πολιτικός με απαρασάλευτη πίστη στις αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος, θα ασκήσει δριμυτάτη κριτική στην δικτατορία Παγκάλου, στηλιτεύοντας ευρύτερα τις παρεμβάσεις των στρατιωτικών στα πολιτικά δρώμενα της χώρας.

Αλλά και απο την έπαλξη του υπουργού των Οικονομικών, στις τρείς επακολουθήσασες Οικουμενικές κυβερνήσεις υπο τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ήτοι Δεκεμβρίου 1926, 17 Αυγούστου 1927 και 8 Φεβρουαρίου 1928, ο Καφαντάρης θα προβεί σε καινοτόμες και ενορατικές υπουργικές παρεμβάσεις, που θα αναζωγονήσουν την εθνική οικονομία. Μείωσε έτσι δραστικά τον πληθωρισμό και σταθεροποίησε αποτελεσματικά την αξία της δραχμής. Την ίδια περίοδο το 1928, θα προβεί και στην εμπνευσμένη ίδρυση της Τραπέζης της Ελλάδος, αποδεσμεύοντας έτσι την Εθνική Τράπεζα στον καθαρά εμπορικό της χαρακτήρα και δημιουργώντας αυτοδύναμο θεσμικό όργανο, για την εποπτεία και ορθή εφαρμογή της κυκλοφορίας του χρήματος. Αλλά και στην ύστατη πρωθυπουργία του Ελευθερίου Βενιζέλου 1928-1932, ο Καφαντάρης καίτοι στυλοβάτης του επαναστάτη του Θέρισσου, δεν θα διστάσει να του ασκήσει και πάλι δριμύτατη κριτική, για την ψήφιση του περίφημου Νόμου 4229/1929 περί «Ιδιωνύμου», που εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για την φαλκίδευση των ατομικών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών των πολιτών. Και πράγματι όπως θα διαφανεί στην συνέχεια, ο νόμος αυτός θα αποβεί μοιραίος και θα προξενήσει σοβαρές κοινωνικές παρενέργειες, που θα ακολουθήσουν τον τόπο μέχρι και τον τραγικό εμφύλιο πόλεμο. Στην πολύπλαγκτη παρουσία του ο Καφαντάρης το 1929, προσέγγισε και την εκλογή του ως πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, όταν ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης παραιτήθηκε επικαλούμενος λόγους υγείας. Πάραυτα δεν ευδόκησε  η εκλογή του, αφότου τελικά επελέγη απο τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αντίπερα στην αρχική προτίμησή του στις 13 Δεκεμβρίου 1929 πρός τον Καφαντάρη, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης.

Στα χρόνια της τετραυγουστιανής δικτατορίας του Μεταξά, ο Καφαντάρης ανέπτυξε σοβαρή αντιδικτατορική δράση. Μάλιστα στις αρχές Ιανουαρίου 1938 κυκλοφόρησε προκήρυξη προς τον ελληνικό λαό, που τον καλούσε σε αγώνα για την αποτίναξη του δικτατορικού καθεστώτος. Κυνηγήθηκε έτσι ανηλεώς και εξορίστηκε μέχρι και του θανάτου του Ιωάννη Μεταξά. Ειδικώτερα στις 20 Ιανουαρίου του 1938, θα συλληφθεί και θα οδηγηθεί απο την δικτατορία στην Ζάκυνθο. Με την έκσπαση της γερμανικής κατοχής ο Καφαντάρης το θέρος του 1941 προσεγγίστηκε απο τους Δημήτρη Γληνό, Λευτέρη Αποστόλου και Θανάση Χατζή, για να παράσχει στήριξη στο ΚΚΕ, ωστόσο ανεπιτυχώς. Η βολιδοσκόπησή του όμως θα εξακολουθήσει και μετά την ίδρυση του ΕΑΜ, οπότε – και σύμφωνα με μαρτυρία του Χατζή - παρείχε κάποιας μορφής πολιτική στήριξη. Πρός το αντίπαλο δέος του ΕΔΕΣ υπο τον συνταγματάχη Ναπολέοντα Ζέρβα, ο Καφαντάρης εξέφραζε την αποστροφή του. Μάλιστα σκωπτικά για τον Ζέρβα έλεγε «είχα την χειρότερη γνώμη, ακριβώς γιατί τον γνώριζα απο την ανάμειξή του στα στρατιωτικά κινήματα». Όμως με όλα τα γεγονότα της εξορίας, είχε υποσκαφθεί σοβαρά η υγεία του. Έτσι απο τον Οκτώβρη του 1941 ήταν σοβαρά προσβεβλημένος στην υγεία του και απο την άνοιξη του 1941, ήταν καθηλωμένος στο σπίτι του. Ενώ απο τα μέσα του 1944 και μέχρι την φυγή των Γερμανών απο την Αθήνα, νοσηλεύονταν με αστυνομική επιτήρηση στον «Ευαγγελισμό».

Σε ότι αφορά την πολιτική συμπεριφορά του Καφαντάρη αυτή την περίοδο, δεν παράσχε πλήρη πολιτική κάλυψη στο ΕΑΜ, αλλά ενεργητική ανοχή. Απο την άλλη όμως ο Ευρυτάνας πολιτικός, δεν στήριξε και τις εξόριστες κατοχικές ελληνικές κυβερνήσεις. Στα μεταπελευθερωτικά χρόνια ο Καφαντάρης άσκησε δριμύτατη κριτική στον ΕΛΑΣ, εστιάζοντας στην αποτροπή ακροτήτων που θα ναρκοθετούσαν την προοπτική της συμφιλίωσης. Πίστευε πολύ στην αναγκαιότητα της ενότητας του λαού μας και κατέβαλε προσπάθεια να αποτρέψει τα ολέθρια – ωστόσο επι ματαίω – Δεκεμβριανά του 1944.  Ενώ αντιτάχθηκε σθεναρά στην διαφαινόμενη επάνοδο του βασιλέως Γεωργίου του Β΄,  μετά την απελευθέρωση τον  Οκτώβριο 1944. Προκειμένου μάλιστα να συνδράμει τις προσπάθειες εκτόνωσης της κρίσης και της πολιτικής σταθεροποίησης, αποδέχτηκε την αντιπροεδρία στην κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, που ορκίστηκε στις 21 Νοεμβρίου του 1945. Πάραυτα υπέβαλε την παραίτησή του τον Μάρτιο του 1946, διαφωνώντας κάθετα με τον Σοφούλη στην διενέργεια εκλογών στις 31 Μαρτίου του ιδίου έτους. Και στις 28 Αυγούστου του 1946, ο γηραιός πολιτικός θα εκδημήσει απο την ζωή, έχοντας διανύσει μια μακρά και διεσταλμένη πολιτική πορεία. Τρείς ημήρες μάλιστα πριν την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την επάνοδο του Γεωργίου Β', στην οποία σφόδρα είχε αντιταχθεί. Ήταν ένας μεγάλος της πολιτικής μας ζωής στον 20-ο αιώνα, στα βήματα του οποίου πάντοτε προεξήρχαν, η εντιμότητα, η ανιδιοτέλεια και η αγάπη για την πατρίδα και για τούτο θα τον στεφανώνει εσαεί, η αγαθή μνήμη και ο σεβασμός του ελληνικού λαού. Ενώ συναποτέλεσε μέλος της έξοχης ηθικά χωρίας των συνεργατών, υπουργών του απαράμιλλου Ελευθερίου Βενιζέλου, μαζί με τους Κορομηλά, Μιχαλακόπουλο, Παπαναστασίου, Σοφούλη, Ρέπουλη, Βεντήρη κ.α., συνιστώντας, απο τις καλύτερες κυβερνήσεις που έγιναν ποτέ, στην ζωή του αρτιγέννητου ελληνικού κράτους. Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευτεί σε εφημερίδες της Ηλείας.

*Ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π., Α΄Αναπληρωματικός Βουλευτής των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» στην Α΄Αθηνών.


Share this

Related Posts

Previous
Next Post »