Μένης Κουμανταρέας

Μένης Κουμανταρέας

Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Με ευρύτατο και εμπνευσμένο έργο στο φάσμα του διηγήματος, του μυθιστορήματος και της νουβέλας, ο Μένης Κουμανταρέας αποτελεί μιας από τις πολύ σημαντικές παρουσίες της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας. Ο Κουμανταρέας είναι ο κατ εξοχήν Αθηναίος συγγραφέας, αφού επίκεντρο του συγγραφικής του δημιουργίας είναι το αθηναϊκό μικροαστικό τοπίο και αποτελεί έναν ακούραστο και οξυδερκή παρατηρητή της κοινωνικής του πραγματικότητας. Και έχει κατορθώσει με την απαράμιλλη ζωντάνια της γλώσσας του, την συναρπαστική ροή του αφηγηματικού του λόγου και το ρεαλιστικό του ύφος να αποτυπώσει με ενάργεια την ζωή της αθηναϊκής συνοικίας. Κεντρικοί ήρωες του Κουμανταρέα είναι οι ηττημένοι της ζωής. Και τους επιλέγει όχι επειδή τρέφει κάποια ειδική συμπάθεια για αυτούς, αφού ο συγγραφέας οραματίζεται μια κοινωνία στην οποία οι πολίτες να πετυχαίνουν και να ευημερούν. Όμως οι αδικημένοι της ζωής, αυτοί που παρουσιάζουν κάποια καχεξία και αδυναμία, έχουν ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ίσως ο συγγραφέας να κινείται προς αυτή την κατεύθυνση αισθανόμενος κάποια αλληλεγγύη, αφού ένιωσε και αυτός όπως με παρρησία εξομολογείται στα νειάτα του τέτοιες «ατέλειες». Κάποια πλέγματα που μπορεί να ήταν είτε σεξουαλικά, είτε βιοποριστικά, είτε ακόμα και οικογενειακά στα δύσκολα και κλειστά κοινωνικά ήθη της εποχής που μεγάλωσε. Ο Κουμανταρέας με αληθινή ευρύτητα σκέψης και σοφία διανοούμενου συγγραφέα, εκτιμά πως δεν αρκεί το προσωπικό ταλέντο του δημιουργού, αλλά πρέπει να έχει προηγηθεί η προπαρασκευή του κοινωνικού κλίματος. Σύνδρομες είναι άλλωστε εδώ οι κριτικού χαρακτήρα σκέψεις των επίσης σπουδαίων πεζογράφων μας Στρατή Τσίρκα και Κώστα Ταχτσή για τη συγγραφική δημιουργία.  Σχολιάζει ο Τσίρκας «Ένα καλό βιβλίο ποτέ δεν γράφεται από ένα μόνο άνθρωπο. Χρειάζεται πάντα ένα ζωντανό αντηχείο για να κανονίζεις σύμφωνα με τις αντιδράσεις του την πορεία σου». Ενώ και ο Κώστας Ταχτσής σημειώνει «Για να γραφεί ένα μυθιστόρημα δεν φτάνει το ταλέντο ενός ανθρώπου. Πρέπει να έχει δουλέψει πολύ καιρό […] ολόκληρη η φυλή». Προσφιλής θεματική στα διηγήματα και τις νουβέλες του Κουμανταρέα είναι το αθηναϊκό τοπίο στο οποίο ο συγγραφέας αντιπαραβάλλει το ανίσχυρο να αντιδράσει στους ριπτασμούς της ζωής και της μοίρας άτομο. Αναπτύσσει έτσι την προσωπική και τη συλλογική διάψευση στην οποία κάθε αναγνώστης θα μπορούσε να αναγνωρίσει το είδωλο του εαυτού του.

Ένα πολύ ουσιαστικό ωστόσο στοιχείο της αισθητικής τεχνοτροπίας του Κουμανταρέα που κάνει τα κείμενά του γοητευτικά, ελκυστικά και χαριτωμένα, είναι η φρέσκια και αφτιασίδωτη γραφή του, που κουβαλάει πάντα αλάθητα μέσα της, τον παλμό, τους καημούς και τα προβλήματα της εποχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αθηναίος συγγραφέας  παράλληλα με το πολύπλαγκτοκαι ευρύ πεζογραφικό του έργο, έχει να επιδείξει πλούσιο και αξιομνημόνευτο έργο στο φάσμα της μετάφρασης. Έχει μεταφράσει με ξεχωριστή επιτυχία έργα σπουδαίων πεζογράφων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως Ουίλιαμ Φώκνερ, Χέρμαν Έσσε, Κάρσον Μακ Κάλερς, Χέρμαν Μέλβιλ,  Γκέοργκ Μπύχνερ κ.α. Υπο αυτή την έννοια είναι σπουδαία η συμβολή του στην προσπάθεια που κατά καιρούς έχει γίνει από αξιόλογους λογοτέχνες μας, να μας εξοικειώσουν, με τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Επίσης με πολύ αξιόπιστο τρόπο είχε μεταφράσει στα πρώτα βήματα της συγγραφικής του παρουσίας, Μοράβια, Χέμινγουαίη, Τζόυς, στο περιοδικό «Ταχυδρόμος».Ο Κουμανταρέας παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1962, εκδίδοντας τη συλλογή διηγημάτων «Τα μηχανάκια» στον πανίσχυρο τότε παράγοντα του εκδοτικού μας χώρου Γιώργο Φέξη που έχασε την περιουσία του στα χαρτιά και τον Ιππόδρομο. Στο Φέξη μάλιστα ο συγγραφέας απευθύνθηκε με συστατική επιστολή του μεγάλου Μάνου Χατζηδάκη, αλλά και την παρότρυνση του φίλου του και καταξιωμένου μετέ-πειτα συγγραφέα Βασίλη Βασιλικού, που διέβλεπε στα γραπτά του νεαρού τότε Κουμανταρέα, μια ελπιδο-φόρο συγγραφική φλέβα. Αποσαφηνίζοντας εδώ ότι ο τίτλος «Μηχανάκια» αναφέρονταν όχι στα δίκυκλα, αλλά στα φλιμπεράκια που έπαιζε η νεολαία της εποχής, αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας. Τα διηγήματα συνι-στούν μια πολυεστιακή θέαση της γενιάς του, στην οποία ο Κουμανταρέας προετοιμάζει τους ήρωες που θα πρωταγωνιστήσουν στα επόμενα έργα του. Πρωταγωνιστής στα μηχανάκια είναι ένας νέος που μετεωρίζεται ανάμεσα στον τύπο του «γόη» των γυναικών και στον τύπο του κουλτουριάρη και στην εσωτερική διαπάλη μεταξύ των δυο αντιμαχόμενων, θα κατισχύσει ο διανοούμενος, αποτρέποντάς τον να απολαύσει ερωτικά τη γυναικεία ομορφιά, που του εξασφαλίζει η άλλη του μισή ψυχοσύνθεση του γόη. Τα δυο ευρύτερα γνωστά έργα του Κουμανταρέα που τον καταξίωσαν στις πλατιές μάζες του αναγνωστικού κοινού είναι η «Βιοτεχνία υαλικών» και η «Φανέλα με το νούμερο 9» (1986). Με την «Βιοτεχνία υαλικών» το 1975 ο συγγραφέας κάνει την εισαγωγή του στην αστική θεματολογία. Αντικείμενο του μυθιστορήματος είναι ο μικροαστικός συμβιβασμός της πάλαι ποτέ πρωτοστατούσας στους κοινωνικούς αγώνες ηρωίδας του Μπέμπας, προκειμένου να αφοσιωθεί στην ανασυγκρότηση της βιοτεχνίας υαλικών που της κληροδοτεί ο πατέρας της. Απόρροια αυτής της μεταστροφής της πρωταγωνίστριας Μπέμπας Ταντή, είναι να γίνει χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της μικροαστικής νοοτροπίας που μέχρι χτές σφοδρά πολεμούσε.Παράλληλα όμως με την προσέγγιση του θέματος της μικροαστικής μετάλλαξης ο Κουμανταρέας εστιάζει πιο πλατιά στην φθορά των ιδανικών, που συμβολικά την παριστάνει με τη βιολογική φθορά της γερασμένης πια ηρωίδας του Μπέμπας Ταντή. Στη «Φανέλα με το νούμερο εννιά» ίσως το πιο πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα του Κουμανταρέα πρωταγωνιστής είναι ένας καταφανώς ωραίος νέος, ο Σερέτης. Η αλαζονεία του όμως και η εγωπάθειά του, τον καθιστούν αντιπαθή παρόλα τα τάλαντα και τις χάρες που έχει σαν νέος άνθρωπος. Τελικά αυτά τα εγωπαθή σύνδρομά, είναι που θα τον οδηγήσουν στην πτώση. Αναμφίβολα στην καθολική αναγνώριση του έργου συνέβαλε ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Κουμανταρέας στήνει το μυθιστόρημα του. Ο δαιδαλώδης, αλλά και τόσο αγαπητός συνάμα χώρος του ποδοσφαίρου. Και ήταν η πρώτη απόπειρα εξεικόνισης του ποδοσφαίρου στην ελληνική λογοτεχνία.

Παρατηρώντας τις αφηγηματικές επιλογές του Κουμανταρέα θα διαπιστώσουμε ότι επιλέγει περισσότερο το διήγημα, παρά το μυθιστόρημα. Στο διήγημα εστιάζει στον ένα και μοναδικό του ήρωα, ενώ στο μυθιστόρημα «χάνεται» στην πολυπρόσωπη δομή του. Ο συγγραφέας σχολιάζοντας τον ρόλο που διαδραματίζει και τις επιδράσεις που δέχεται από την πολιτική επικαιρότητα θεωρεί ότι ο δημιουργός πρέπει να έχει ευαισθητοποιημένες κεραίες απέναντι σ΄ αυτήν. Και μάλιστα όχι τόσο στην ίδια, αλλά στους κραδασμούς και στις επιπτώσεις που αυτή έχει στο κοινωνικό σύνολο. Λέι χαρακτηριστικά ο ίδιος «Ένας συγγραφέας πρέπει να έχει κεραίες. Όχι απλώς μόνο το γεγονός το πολιτικό, αλλά το αντίκρισμα που έχει στο σύνολο. Και όσο νωρίτερα το αντιλαμβάνεται αυτός τόσο καλύτερα». Ενώ σαν αληθινός διανοούμενος με διάστικτη την αγωνία για την πορεία και το μέλλον της σημερινής νεολαίας σχολιάζει «Δυο πράγματα καταπιέζουν σήμερα τα νέα παιδιά. Η ανία, η πλήξη, η έλλειψη διεξόδου και δεύτερον τα ναρκωτικά. Είναι δυο σοβαροί λόγοι που τυραννούν τη νεολαία σήμερα, αλλά δεν είμαι εγώ αυτός που θα τα γράψει. Γιατί ανήκω σε μια άλλη γενιά και δεν είμαι ο πιο αρμόδιος». Ο Μένης Κουμανταρέας με το πολύπλευρο έργο του, το ήθος του και την πνευματική του εντιμότητα, αποτελεί μια από τις σπουδαίες φυσιογνωμίες της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας. Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες της Ηλείας και σε περιοδικά πολιτιστικού περιεχομένου και είναι απόσπασμα απο το υπο έκδοση βιβλίο μας «Κορυφαίοι της ελληνικής πεζογραφίας».

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »