Κούλης Στολίγκας

Κούλης Στολίγκας

Γράφει ο  Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

Υπήρξε για δεκαετίες απο τους κορυφαίους της οπερέτας και της επιθεώρησης και έτερψε ηθικά το θεατρόφιλο κοινό, με την υποκριτική του ικανότητα, την σπουδαία λυρική φωνή του, αλλά και το εμπνευσμένο χιούμορ του. Ειδικά στο πεδίο της επιθεώηρησης, ο Κούλης Στολίγκας έκανε θραύση και τα επθεωρησιακά του νούμερα «Γιουπιγιάγια» στην κατοχή, «Δάτς Αμόρε» τις μεταπολεμικές μας δεκαετίες και «Ο Σταμούλης ο Λοχίας» την δεκαετία του ΄70, τον είχαν καταστήσει σύμβολο του χιούμορ και του ελαφρού μας θεάτρου. Παρότι δεν έλαβε δίκιμες θεατρικές σπουδές, ο Στολίγκας ήταν προικοδοτημένος με ένα σπoυδαίο καλλιτεχνικό τάλαντο, που του επέτρεψε να διαγράψει μια λαμπρή πορεία και να καταξιωθεί στο φάσμα της ελληνικής κωμωδίας. Αλλά ήταν ακόμα και αυτός ο ελεύθερος χαρακτήρας του, που του επέτρεψε αντίπερα στις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής του, να κάνει αδέσμευτα τις κεντρικές του επιλογές και να διαμορφώσει το μέλλον του. Ο Κούλης Στολίγκας που το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Σίσκος, είδε το φως της ζωής το 1909 στην Δράμα. Ανυπόταχτος σαν χαρακτήρας καθώς, ήταν θα εγκαταλείψει την οικογενειακή του εστία ήδη απο τα 16 του χρόνια, για να ενταχθεί σε έναν θίασο που περιόδευε στην επαρχία και να αναλάβει ρόλο τενόρου. Θα επανακάμψει τελικά στο σπίτι του με την αποπεράτωση της στρατιωτικής του θητείας και τώρα πλέον με την συγκατάθεση και του πατέρα του θα έλθει στην Αθήνα, για να αναζητήσει το καλλιτεχνικό του μέλλον.

Για πρώτη φορά θα δεί τα φώτα της ράμπας το 1934 συμμετέχοντας στην οπερέτα του Φράντς Λέχαρ «Η εύθυμη χήρα», την οποία είχε ανεβάσει ο θίασος  Μίλερ. Και για μια δεκαετία ο Κούλης Στολίγκας θα περιπλανηθεί σε σχήματα όπερας κατά βάση του Παρασκευά Οικονόμου και θα δώσει υψηλά δείγματα της υποκριτικής του δεινότητας. Έτσι θα χτίσει το καλλιτεχνικό του προφίλ και τις βάσεις για την μετέπειτα λαμπρή πορεία του στο φάσμα της ελληνικής κωμωδίας. Ενδεικτικές είναι και οι παραστάσεις στην όπερα που πρωταγωνίστησε «Σιγανό ποτάμι», «Τζούλια», «Η χώρα των κουδουνιών» κ.α.

Το 1942 όμως είναι μια χρονιά ορόσημο για τον μεγάλο μας κωμικό, δοθέντος ότι δημιουργεί μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη, δικό του θεατρικό σχήμα. Θα ανεβάσει-συμμετάσχει πλήθος παραστάσεων που γνωρίζουν ξεχωριστή επιτυχία, ενώ θα συνεργαστεί με όλα τα σπουδαία ονόματα του θεάτρου στο πεδίο της κωμωδίας. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις συνεργασίες του με τους Βασίλη Λογοθετίδη, τις αδελφές Καλουτά, τον Τάκη Μηλιάδη, τον Κώστα Χατζηχρήστο κ.α. Είναι η περίοδος που στην επιθεώρηση κυρίως μεγαλουργεί και αναγορεύεται σε ένα λαμπρό της αστέρι.

Στο πεδίο της πρόζας τώρα η καλλιτεχνική παρουσία του Κούλη Στολίγκα ήταν πενιχρή. Ενδεικτικά αναφέρουμε απο τις ελάχιστες συμμετοχές του, τις παραστάσεις «Όνειρο θερινής νυκτός» το 1956 του Νίκου Χατζίσκου και «Δικηγορίνα» το 1958 με το σχήμα του Δημήτρη Μυράτ. Καταιγιστική και επιτυχημένη είναι όμως η παρουσία του βορειοελλαδίτη ηθοποιού μας στην μεγάλη μας οθόνη, όπου συμμετέχει σε πλήθος ταινιών και δίνει μοναδικές κωμικές ερμηνείες. Υποδυόμενος άλλοτε τον παμπόνηρο μικραστό που με τις κατεργαριές του, κατισχύει στον κοινωνικό περίγυρο, ενίοτε τον σκανδαλιάρη σύγυζο που κάνει τις συζυγικές του ατιμίες, αντίπερα στην εικόνα του αξιοπρεπούς και ευηπόληπτου κυρίου, που προβάλλει με ζήλο στην κοινωνία. Απο τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες Κούλη Στολίγκα που αποτυπώνουν την κωμική του τέχνη είναι οι : «Ο Εμίρης και ο κακομοίρης», «Έξω οι κλέφτες», «Το ταξίδι του μέλιτος» κ.α. Με την «εθνική» μας Αλίκη Βουγιουκλάκη παίζει χαρακτηριστικά στις ταινίες «Μουσίτσα» και «Χαρούμενοι Αλήτες». Διεξοδικώτερα παραθέτουμε την συμμετοχή του στις παρακάτω ταινίες :

«Διπλή θυσία» (1945), «Πρόσωπα Λησμονημένα» (1946), «Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν» (1951), «Αγγελος με χειροπέδες» (1952), «Χαλιμά» (1954), «Οι παπατζήδες» (1954), «Νύχτες της Αθήνας» (1954), «Τα τρία μωρά» (1955), «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» (1956), «3 τρελλοί ντετέκτιβς» (1957), «Αδέκαροι ερωτευμένοι» (1958), «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» (1958), «Μια ζωή την έχουμε!» (1958), «Χαρούμενοι αλήτες» (1958), «Κέφι, γλέντι και φιγούρα» (1958), «Η μουσίτσα» (1959), «Μπουμπουλίνα» (1959), «Ο Γιάννος κι η Παγώνα» (1959), «Οι δοσατζήδες» (1959), «Οι κληρονόμοι του Καραμπουμπούνα» (1959), «Κρουαζιέρα στη Ρόδο» (1960), «Σουσουράδα (1960), «Έξω οι κλέφτες» (1961), «Ποια είναι η Μαργαρίτα» (1961), «Βασιλιάς της γκάφας» (1962), «Η νύφη τό σκασε...» (1962), «Ο διάβολος κ’ η ουρά του» (1962), «Ο Μιχαληός του 14ου συντάγματος» (1962), «Οι αετονύχηδες / Μη βαράτε όλοι μαζί» (1962), «Το κορίτσι του λόχου» (1962), «Ο Ιππόλυτος και το βιολί του» (1963), «Ένας ζόρικος δεκανέας» (1964), «Ο ανήφορος» (1964), «Ο εμίρης και ο κακομοίρης» (1964), «Ου κλέψεις» (1965), «Το ρομάντσο μιας καμαριέρας» (1965), «Εισπράκτωρ 007» (1966), «Ο Μελέτης στην Άμεσο Δράση» (1966), «Ο ανακατωσούρας» (1967), «Εικοσιτετράωρο ενός παλιατζή» (1972, ΕΙΡΤ), «Ψιλικατζίδικο ο Κόσμος» (1973, ΕΙΡΤ), «Το παλιό το κατοστάρι» (1974, ΥΕΝΕΔ), «Ο φαλακρός μαθητής» (1979), «Ταξίδι του μέλιτος» (1979), «Βέγγος ο τρελλός καμικάζι» (1980), «Ο Κώτσος και οι εξωγήινοι» (1980), «Παπασούζας φαντομάς» (1983).

Πάραυτα την προοδευμένη πορεία στην οπερέτα και τον κινηματογράφο του Κούλη Στολίγκα, θα ανακόψει ένα καρδιακό έμφραγμα, που τον αμαγκάζει να μειώσει την καλλιτεχνική του δραστηριότητα. Το κλείσιμο της αυλαίας στο σανίδι για τον σπουδαίο μας κωμικό, θα σημάνει με την συμμετοχή του στην επιθεώρηση «Κουπόνια και μονά ζυγά» του Νίκου Αθερινού» το θέρος του 1979. Και στην μεγάλη οθόνη θα παίξει για τελευταία φορά το 1982 στην κωμωδία του Κώστα Καραγιάννη «Ο Παπασούζας φαντομάς».

Στις 24 Φεβρουαρίου του 1984 ο Δραμινός ηθοποιός χάνει την μάχη με την ζωή, προσβεβλημένος απο εγκεφαλικό, αλλά και καρδιακό επεισόδιο. Ήδη όμως λίγα χρόνια ενωρίτερα, είχε αποσυρθεί απο την δημόσια σκηνή, περνώντας την ζωή του μέσα στην οικογενειακή θαλπωρή των αγπαπημένων του αδελφών, δοθέντος ότι δεν είχε αποκτήσει οικογένεια. Με την εξαίρετη λυρική φωνή του, την ευρηματικότητά του, το εμπνευσμένο χιούμορ του και το σπουδαίο λυρικό του κύτταρο, είχε αποτυπώσει αδρά το καλλιτεχνικό στίγμα του, στο δύσβατο πεδίο της ελληνικής κωμωδίας, ο Κούλης Στολίγκας. Για τούτο και το θεατρόφιλο κοινό, αλλά και οι κριτικοί, τον περιέβαλλαν με την αγάπη τους και τη βαθιά εκτίμησή τους. Αυτόν τον παμπόνηρο κινηματογραφικά «μικραστό κύριο», που έκανε τις σκανδαλιές του, αντίπερα στο σοβαρό και άτεγκτο κοινωνικό του προφίλ.... Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευθεί σε ηλειακές εφημερίδες και περιοδικά πολιτισμικού χαρακτήρα.

* Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός του Ε.Μ.Π.

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »