Ο ΗΛΕΙΟΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ ΜΗΤΣΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ΗΛΕΙΟΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ ΜΗΤΣΟΣ  ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣΓράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

 Aπο τους πολυσχιδείς πεζογράφους της πρώτης μεταπολεμικής μας γενιάς, με πλούσιο και πλατύ έργο στη μετάφραση, το δοκίμιο και την πεζογραφία ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος. Αποτύπωσε με ηθική ενάργεια το δράμα και το χαλασμό της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, ενώ πραγματοποίησε ένα γιγαντιαίων διαστάσεων μεταφραστικό έργο των ρώσων κλασικών, που αποτέλεσε μια πελώρια πνευματική γέφυρα μεταξύ του ελληνικού και του ρώσικου πολιτισμού. Βίωσε στη τρυφερή ηλικία της νιότης την τραγωδία του εμφυλίου και συμμετέχοντας ενεργά στην εθνική αντίσταση, υπέστη τις διώξεις της εποχής και τελικά εξωθήθηκε στην προσφυγιά. Συγκεκριμένα το 1947 μπήκε στις γραμμές του δημοκρατικού στρατού. Το 1949 θα βρεθεί στην Τασκένδη, έπειτα στο Βουκουρέστι και από το 1956 στη Μόσχα. Στην Ελλάδα θα επαναπατριστεί το 1975 μαζί με τη γυναίκα του Σόνια Ιλίνσκαγια, μελετήτρια της ελληνικής λογοτεχνίας, που είχε σπουδές κλασικής φιλολογίας στη Μόσχα. Ο Αλεξανδρόπουλος πέρα από τα πλούσια και τραγικά βιώματα που είχε στην κατοχική και εμφυλιακή Ελλάδα, τα οποία αδιαμφισβήτητα γονιμοποίησαν τους συγγραφικούς του κρουνούς, διέθετε και ένα ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο στη λογοτεχνία. Πέρα από τις σπουδές του στη νομική  Αθηνών μέχρι και το τέταρτο έτος, είχε φοιτήσει στο περίφημο λογοτεχνικό Ινστιτούτο της Μόσχας. Έντιμος εργάτης του λόγου ο Αλεξανδρόπουλος παρότι από νεαρή ηλικία είχε μεγάλη λογοτεχνική παραγωγή, δεν βιάστηκε να δει τυπωμένο το όνομά του. Κατεργάστηκε επίμοχθα τις από φυσικού του προικισμού λογοτεχνικές αρετές και έπειτα δημοσιοποίησε το λογοτεχνικό του έργο. Σε όλη την έκταση του οποίου κυριαρχεί η ανθρώπινη ενατένιση των πραγμάτων. Τα πρώτα του συγγραφικά σκιρτήματα τα πραγματοποίησε στα «Καθημερινά Νέα» που εξέδιδαν στο Αρχηγείο Ηπείρου του Δημοκρατικού Στρατού, οι Βασίλης Άνθης και Κώστας Τσάκωνας, με το ψευδώνυμο «Σφυρής», όπου και έστελνε τα χρονογραφήματά του. Το 1954 εξέδωσε τα διηγήματα «Τα αρματωμένα χρόνια» και το 1956 τα διηγήματα «Μια πρόσφατη ιστορία». Ενώ το 1962 στο διαγωνισμό διηγήματος με τίτλο «Έπαθλο Κορυσχάδες» που είχε προκηρύξει η επιθεώρηση τέχνης, θα κερδίσει το πρώτο βραβείο. Αξίζει να σημειωθεί ότι την επιτροπή αποτελούσαν κορυφές των ελληνικών γραμμάτων όπως οι : Τάσος Βουρνάς, Μάρκος Αυγέρης, Λέων Κουκούλας, Λουκής Ακρίτας, Γ.Π Σαββίδης και Αλεξ. Αργυρίου. Και δεν διέλαθε της προσοχής τους το πηγαίο ταλέντο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου. Στον ευρύτερο κοινό στην Ελλάδα θα γίνει γνωστός με το μνημειώδες έργο του «Νύχτες και αυγές» που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1963 και το 1979 συμπλήρωσε τρείς εκδόσεις μαζί με τον Β΄ Τόμο (Α’ Τόμος «Η πολιτεία» και Β΄ Τόμος «Τα βουνά»). Πρόκειται για μια πανοραμική κάτοψη της κατοχικής Αθήνας με την ηθική ευαισθησία και την πνευματική εντιμότητα του Αλεξανδρόπουλου. Η κριτική υπεδέχθη εγκωμιαστικά το μεγάλο αυτό συγγραφικό βήμα του Αμαλιαδίτη δημιουργού, που στις γραμμές του είδε να αποτυπώνεται ανάγλυφα η εξέγερση της συνείδησης του λαού μας, απέναντι στο χιτλερικό φασισμό. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος στην εξαιρετική κριτική του έγραψε «Ξαναζούμε μαζί του ώρα την ώρα, εκείνα τα φοβερά και μεγάλα χρόνια. Νομίζεις πως ακούς το βογγητό της πολιτείας. Πείνα τρόμος, ταπείνωση, απανθρωπιά, κυριαρχούν στην αρχή. Ο άνθρωπος κατρακυλάει στο στάδιο του υπανθρώπου, γίνεται ένα αρπαχτικό αγρίμι με σβησμένο λογικό και συνείδηση».  Και συμπεραίνει στον κριτικό του σχολιασμό στην «Αυγή» το 1962 «Η πεζογραφία μας ενισχύεται έτσι αναπάντεχα μ’ ένα προικισμένο συγγραφέα και μ΄ ένα έργο από την αγνοημένη αντίσταση της Αθήνας». Αλλά και μ΄ αντίστοιχο ευμενή τρόπο υπεδέχθη τις «Νύχτες και Αυγές» και η μεγάλη μας συγγραφέας της αριστεράς Έλη Αλεξίου. Σημειώνει στην κριτική της  «Δίνει ανάγλυφα τη βαρυσήμαντη ιστορική εποχή της κατοχής και το αντιστασιακό κίνημα, μα παράλληλα με τα γεγονότα ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία εξέλιξης των ελληνικών συνειδήσεων. Βλέπει πως βαθμιαία και φυσικά τα πρόσωπα του βιβλίου, απροετοίμαστε στην αρχή, κι΄ ανύποπτα μπρός στην αναπάντεχη τούτη επιδρομή των ανθρωποφάγων χιτλερικών, από μέρα σε μέρα κι από  δράμα σε δράμα, αρχίζουν παίρνουν θέση απέναντι στα γεγονότα».

Διαμένοντας ως πολιτικός πρόσφυγας για πολλά χρόνια στα ανατολικά κράτη ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος θα περίμενε κανείς να κυριαρχεί στην αισθητική του τεχνοτροπία ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Δεν διολισθαίνει όμως ο συγγραφέας υποκινούμενος από την ιδεολογική του στράτευση, στον υπέρμετρο πολιτικό χρωματισμό της γραφής του. Παρατηρούμε στα κείμενά του ένα μετριοπαθή και εύστοχο ρεαλισμό, που συνδέεται μάλλον με τους κλασικούς κυρίως ρώσους συγγραφείς, που έχει διεξοδικά μελετήσει. Και τούτο διότι η ιδεολογική ταυτότητα των έργων του δίνεται έμμεσα, μέσα από την ανθρωπιστική παράδοση. Ανιχνεύοντας διεισδυτικότερα τον αισθητικό χαρακτήρα των έργων του θα λέγαμε ότι κινείται στα όρια του ποιητικού ρεαλισμού με μαρμαρυγές κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού και έντονες επιδράσεις από την ρωσική λογοτεχνία του δεύτερου μισού του δεκάτου ενάτου αιώνα, αλλά και από τους μεγάλους ευρωπαίους συγγραφείς του μεσοπολέμου, όπως ο Τζέιμις Τζόυς και ο Φράντας Κάφκα. Ο Αλεξανδρόπουλος παρήγε πολυεπίπεδο μεταφραστικό έργο, που καταλαμβάνει σημαντικό κομμάτι της λογοτεχνικής του παραγωγής. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα : Αλέξανδρος Πούσκιν «Η ντάμα πίκα», Νικόλας Γκόγκολ «Η μύτη», Άντον Τσέχοφ «Εχθροί», Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ «Μπόμποκ» κ.α. Ενώ κορυφαίο επίσης έργο του αποτελεί δοθέντος ότι είναι από τους μύστες της «Η ιστορία της ρώσικης λογοτεχνίας από τον 11-ο αιώνα μέχρι της Οκτωβριανή επανάσταση του 1917». Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος υπήρξε πάνω από όλα πέραν της πολυπρόσωπης πνευματικής του δημιουργίας και συγγραφικής του αξιοσύνης, ένας υψηλόφρονας άνθρωπος. Η συμμετοχή του στην εθνική αντίσταση επικαθόρισε τα κατοπινά του βήματα και του διαμόρφωσε μια διαυγή στάση στη ζωή και στην πνευματική του δημιουργία.  Η κοινωνική του παρουσία και το λογοτεχνικό έργο του ήταν συνυφασμένα με την ηθική και προσδιορισμένα από ένα βαθύ αίσθημα ευθύνης και υψηλή συναίσθηση χρέους υπηρεσίας προς τον ελληνικό λαό. Τιμήθηκε με πάρα πολλά βραβεία και διεθνείς διακρίσεις, που τεκμηριώνουν μεταξύ άλλων και το μεγάλο του πνευματικό εύρος. Το 1979 τιμήθηκε στη Μόσχα με το διεθνές λογοτεχνικό βραβείο «Γκόρκι»  για τις μελέτες του και τις μεταφράσεις από τα ρωσική λογοτεχνία. Με το μετάλλιο «Πούσκιν»  το 2007 από τον πρόεδρο της ρωσικής Συνομοσπονδίας. Με το Κρατικό Βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας το 1981 για το έργο του «Το ψωμί και το βιβλίο. Ο Γκόρκι». Με το Κρατικό Βραβείο λογοτεχνίας το 2001 για το σύνολο του έργου του κ.α. Στη λογοτεχνική δημιουργία του Αλεξανδρόπουλου διασταυρώνονται δυο πελώριες πνευματικές και μακραίωνες στην ιστορία του πολιτισμού, παραδόσεις. Η ρωσική και η ελληνική. Αξίζει εμφατικά να τονίσουμε ότι το δημιουργικό δέσιμο του με τη ρώσικη λογοτεχνία και η πλατιά δημιουργία του γύρω από αυτήν, δεν είχαν σαν μοναδικό στόχο να μεταγγίσουν στην ελληνική γραμματολογία τις τόσο γόνιμες πνευματικές του γνώσεις. Αποτελούσε παράλληλα και μια προσωπική του απόκριση στις πνευματικές ζυμώσεις της εποχής. Με το οιστρηλατημένο πλούσιο και ευρύ πεζογραφικό, δοκιμιακό και μεταφραστικό του έργο, συνιστά μια σπουδαία φυσιογνωμία της πρώτης μεταπολεμικής πεζογραφικής μας γενιάς. Γεννήθηκε το 1924 στην Αμαλιάδα και απεβίωσε το Μάιο του 2008 στην Αθήνα. Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα απο το υπο έκδοση βιβλίο μου «Κορυφαίοι της ελληνικής πεζογραφίας».  

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος, είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »