Στρατής Μυριβήλης

Στρατής Μυριβήλης

Γράφει ο Πάνος Αβραμόπουλος

 Έχοντας ως κεντρικές σταθερές στο πολύμορφο και οιστρηλατημένο έργο του τον στιγματισμό του πολέμου που συνθλίβει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αγάπη για τον άνθρωπο, τη ζωή και το φυσικό περιβάλλον, ο Στρατής Μυριβήλης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Στράτου Σταματόπουλου) με την απαράμιλλη γλωσσική επεξεργασία των κειμένων του, διέγραψε μια λαμπρή πορεία στα σύγχρονα ελληνικά γράμματα. Με την εκφραστική του ευλυγισία, τον λυρισμό του, αλλά και την ηθική δόνηση του ανθρώπου που βίωσε με μεγάλη ένταση το μεγαλείο και την συντριβή του ελληνισμού, αποτύπωσε αδρά στο έργο του, την ομορφιά της ελληνικής, φύσης, την ανυπέρβλητη δύναμη του έρωτα, αλλά και την αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που ισοπεδώνεται κάτω από το βάρος του πολέμου. Το έργο του Στρατή Μυριβήλη, εκλεκτού λυρικού πεζογράφου του Αιγαίου, τοποθετείται στην αντιπολεμική πεζογραφία και ως αισθητική έκφραση συγκαταλέγεται στη βασανισμένη γενιά του ΄30, που έφερε πάνω της την τραυματική εμπειρία της Μικρασιατικής καταστροφής και την συνακόλουθη ιδεολογική κατάπτωση του ελληνισμού. Ωστόσο ο Συκαμιώτης συγγραφέας με την αυτόνομη  προσωπική του τεχνοτροπία, πολλές φορές διαφοροποιήθηκε από τη γενιά του ΄30, που πρώτιστο μέλημά της είχε την ανανέωση της ελληνικής πεζογραφίας, από τα κλασικά μοτίβα της ηθογραφίας, στα οποία βάραινε η παρουσία των Καρκαβίτσα, Παπαδιαμάντη, Ξενόπουλου κ.α. Ο Στρατής Μυριβήλης, πέμπτο παιδί του Χαράλαμπου και της Ασπασίας Σταματοπούλου, γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου το 1890. Μεγάλωσε με έντονο άνοιγμα της ευαισθησίας του στις ομορφιές του Αιγαίου Πελάγους, τους καημούς, τους πόνους και τα οράματα του Μικρασιατικού ελληνισμού. Μαθητής ακόμα στα Γυμνάσια της Μυτιλήνης και των Κυδωνιών δέχτηκε έντονες επιδράσεις από τα σπουδαία κείμενα του δημοτικισμού της εποχής. Το Ταξίδι του Ψυχάρη, τα διηγήματα του Αργύρη Εφταλιώτη, Ο Δωδεκάλογος του γύφτου του Παλαμά, η Ιλιάδα του Αλεξάνδρου Πάλλη, τα Λόγια της Πλώρης του Ανδρέα Καρκαβίτσα, αλλά και πολλά ποιήματα του Γρυπάρη, είναι μερικά χαρακτηριστικά κείμενα μέσω των οποίων ο Μυριβήλης θα διαμορφώσει το ευδιάπλατο γλωσσικό του ιδίωμα. Την εμφάνισή του στα γράμματα κάνει το 1915 μέσω της συλλογής διηγημάτων «Κόκκινες ιστορίες» που δημοσιεύει σε σειρές στην εφημερίδα του «Καμπάνα» στη Μυτιλήνη. Ακολουθεί το 1924 η «Ζωή εν Τάφω» που θεωρείται το πλέον χαρακτηριστικό – μέσω του οποίου έγινε ευρέως γνωστός στο πανελλήνιο και στον κύκλο των πνευματικών ανθρώπων – έργο του, που είναι ένας ύμνος ενάντια στην κατάρα του πολέμου και μια μακρόσυρτη φωνή σπαραγμού για την ισοπέδωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία γίνεται παίγνιο στα χέρια των ισχυρών. Θα πραγματοποιηθούν ακόμα άλλες πέντε εκδόσεις της «Ζωής εν Τάφω» μέχρι την τελική το 1955, στις οποίες το κείμενο υπόκειται σε βασανιστική γλωσσική επεξεργασία, ενώ προστίθενται και νέα κεφάλαια. Στη «Ζωή εν Τάφω» έχοντας την αυτοβίωτη εμπειρία ο Μυριβήλης, περιγράφει δια στόματος του φοιτητή Λοχία Κωστούλα, την φρίκη των χαρακωμάτων.Με παραστατικές εικόνες, και με ηθική ενάργεια, που έχουν τη σφραγίδα του πρωτογενούς υλικού, ο συγγραφέας προσδίδει στα κείμενά του την αμεσότητα του ρεαλισμού. Ρεαλισμός που δεν χάνει το λυρικό του χρώμα, χωρίς ωστόσο μέσω της λυρικής έξαρσης του συγγραφέα, να παραμορφώνεται η αληθινή εικόνα του πολέμου, ούτε όμως και να αλλοιώνεται ο τρόπος με τον οποίον ζει τα γεγονότα. Όμως ο συγγραφέας απέναντι στη φρίκη του πολέμου που συγκλονίζει τον αναγνώστη θα προτάξει παράλληλα την αγάπη για τη ζωή, τον έρωτα και το φυσικό περιβάλλον. Αξίες που θα αποτελέσουν καθώς εξελίσσεται συγγραφικά ο Μυριβήλης και ανεξάρτητα από τις πραγματοποιούμενες ιδεολογικές του μετατοπίσεις, τον ακρογωνιαίο λίθο του έργου του. Το δεύτερο μεγάλο έργο, ενδεικτικό της αισθητικής τεχνοτροπίας του συγγραφέα, είναι η «Δασκάλα με τα χρυσά μάτια».

Το διήγημα αυτό είναι αποδεσμευμένο από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία της «Ζωής εν Τάφω». Οικοδομείται πάνω στην προσπάθεια κοινωνικής επανένταξης ενός στρατιώτη που επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του ηθικά κατακερματισμένος, απο  τις τραυματικές εμπειρίες και την φρίκη του πολέμου. Θα έλθει αντιμέτωπος με μεγάλα ηθικά διλήμματα, τα οποία υπαγορεύει η ακατανίκητη ερωτική του έλξη, αλλά και με έντονους ιδεολογικούς προβληματισμούς, για το που πορεύεται η ελληνική κοινωνία μετά τα πολεμικά γεγονότα. Στο διήγημά του αυτό ο Μυριβήλης προσπαθεί αισθητικά να προσεγγίσει τις επιδιώξεις  της γενιάς του ’30 στην οποία σχηματικά είναι ενταγμένος Το επιβλητικό στοιχείο όμως στο έργο του ιδεολογικού προσανατολισμού και ο ρεαλισμός της κοινωνικής κριτικής του συγγραφέα, δεν του επιτρέπουν να αποδεσμευτεί από το χαρακτήρα της ηθογραφίας, που κυριαρχεί ως αισθητικό μοτίβο από την παλιά γενιά πεζογράφων μας. Μετά από τη «Δασκάλα με τα χρυσά ματιά» ο Μυριβήλης σταδιακά στο συγγραφικό του έργο μεταπίπτει από την σφόδρα αντιπολεμική του ιδεολογία, στην αναζήτηση της ελληνικότητας. Στόχο που θα τον εκπληρώσει προσφεύγοντας στις ρωμαλέες ρίζες της λαϊκής μας παράδοσης, η οποία   αποτελεί για τον συγγραφέα την τιμαλφή πολιτιστική μας μήτρα και τη βασική πηγή αναγέννησης του ελληνισμού, μετά το δράμα της Μικρασιατικής Καταστροφής που εν τω μεταξύ έχει εγκύψει, αλλά και την απουσία πιά μεγάλων εθνικών οραμάτων. Χαρακτηριστικό έργο σ΄ αυτή τη φάση του Μυριβήλη είναι η «Παναγιά η γοργόνα». Διήγημα στο οποίο κυριαρχεί η ομορφιά της ελληνικής νησιωτικής φύσης, οι λαϊκές δοξασίες και το έντονο στοιχείο του ερωτισμού. Για το συγγραφέα όμως η ομορφιά της ελληνικής φύσης δεν έχει απλά αισθητικό χαρακτήρα, αλλά είναι η γενεσιουργός αιτία της ιστορίας και του πολιτισμού του ελληνισμού. Στην ώριμη ωστόσο συγγραφική του φάση ο Μυριβήλης, θα απολήξει σε έναν οικουμενικό ανθρωπισμό και θα μαστιγώσει κάθε πολιτικό σύστημα, αφού όλα μέσα από την ιδεολογική τους μονομέρεια και τον στείρο δογματισμό τους, τελικά βάλουν κατά της πνευματικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι Λεσβιώτης συγγραφέας με το πολυεπίπεδο έργο του που διεκτραγωδεί λυρικά το μαρτύριο του ανθρώπου από την κατάρα του πολέμου, εξυμνεί την ελληνική φύση – ιδίως τη νησιωτική – και την ακατάλυτη δύναμη του έρωτα, με το αξεπέραστο γλωσσικό του ιδίωμα και αναγορεύει την ελληνική παράδοση ως τιμαλφή αναγεννητική μήτρα του ελληνισμού, αποτελεί μια από τις μεγάλες μορφές της σύγχρονης ελληνικής γραμματολογίας και δή της γενιάς του ΄30, στην οποία σχηματικά εντάχθηκε από την κριτική. Σε ότι αφορά τα υπόλοιπα βιογραφικά του στοιχεία. Ο Μυριβήλης μεγάλο μέρος της ζωής του εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ήταν μέλος της  Ένωσης Ελλήνων Συντακτών. Συνεργάστηκε έτσι με πλήθος εφημερίδων και περιοδικά. Το 1938 διορίστηκε στη Βιβλιοθήκη της Βουλής ως Τμηματάρχης Β’ Τάξεως. Το 1940 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο Πεζογραφίας  για το βιβλίο του «Το Γαλάζιο βιβλίο». Την περίοδο 1946-1950 διετέλεσε Διευθυντής Προγράμματος του Εθνικού ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Συνάμα πρωτοστάτησε στην ίδρυση σωματείων λογοτεχνών και διετέλεσε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της  Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών. Το 1958 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και διορίστηκε τιμητικά μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Απεβίωσε στον «Ευαγγελισμό» στις 19 Ιουλίου του 1969 από βρογχοπνευμονία. Το παρόν κείμενό μου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ» του Πύργου, στην στήλη «Κορυφαίοι της σύγχρονης ελληνικής γραμματολογίας», αλλά και σε άλλα περιοδικά τέχνης και φιλολογικού στοχασμού και είναι απόσπασμα απο το υπο έκδοση βιβλίο μου «Κριτική της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας».

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος είναι M.ScΔ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Πηγή : www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »