Η δίκη και η εκτέλεση των έξι


Η δίκη και η εκτέλεση των έξι

Γράφει ο Πάνος Αβραμόπουλος 

Μια από τις ζοφερές στιγμές της σύγχρονης πολιτικής μας ιστορία και συνάμα πολύ ειδεχθείς ηθικά, είναι η εκτέλεση των έξι στο Γουδί, ως πρωταιτίων της Μικρασιατικής Τραγωδίας. Η εκτέλεση αποτέλεσε στίγμα για την πολιτισμένη Ελλάδα, την εξέθεσε διεθνώς αφού απέπνεε μια άνευ προηγουμένου πολιτική μισαλλοδοξία και αναζωπύρωσε τον τραγικό διχασμό μεταξύ Βενιζελικών   και Κωνσταντινικών, που τόσα δεινά είχε επισωρεύσει στον τόπο και υποθήκευε πλέον για δεκαετίες ολόκληρες την γαλήνη την ηρεμία και την αναπτυξιακή του πορεία.  Κανένας λαός διχασμένος και με ένα αβυσσαλέο μίσος να υποβόσκει στα κύτταρά του, δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσει και να ανεύρει το δρόμο της προόδου και της ευημερίας. Η άδικη και τραγική συνάμα εκτέλεση των έξι υπαγορεύτηκε από την έξαψη των παθών, τα πολιτικά μίση της εποχής, σε καμιά των περιπτώσεων δεν ωφέλησε τον τόπο και προπαντός προσβάλλοντας βάναυσα τον πολιτικό πολιτισμό της Ελλάδος ήταν άδικη, αφού δεν τήρησε τη νομιμότητα. Οι εκτελεσθέντες από την άλλη είχαν διαπράξει ολέθρια λάθη, είχαν τραυματίσει ανεπούλωτα με τις δύστοκες επιλογές τους το διεθνές κύρος της χώρας, οδηγώντας την σταδιακά στη μόνωση και την διπλωματική εγκατάλειψη, συντέλεσαν τα μέγιστα στην Μικρασιατική τραγωδία – την μεγαλύτερη ήττα του σύγχρονου ελληνισμού, βυθίζοντας στον πόνο και την εγκατάλειψη ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες που εγκατέλειπαν τις πατρογονικές τους εστίες – απότοκος της οποίας υπήρξε η απώλεια των ευλογημένων εδαφών της γής της Ιωνίας,  αλλά δεν υπήρξαν ποτέ μα ποτέ προδότες όπως τόσο άδικα τους απεδόθη η ατιμωτική κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, οδηγώντας τους στον θάνατο. Ας δούμε όμως το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η δίκη και η εκτέλεση των έξι. Η Ελλάδα βγαίνει από την ήττα της Μικρασίας διαλελυμμένη και με το ηθικό του στρατού και του λαού κατακόρυφα πεσμένο.  Εκδηλώνεται έτσι στρατιωτικό κίνημα στις 14 Σεπτεμβρίου του 1922, του οποίου ηγούνται οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας, Στυλιανός Γονατάς και ο αντιπλοίαρχος Φωκάς, με την προσδοκία να οδηγήσ-ουν τον τόπο στην ταχεία πολιτική και κοινωνική του ανασυγκρότηση προξενώντας την παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου, αλλά και την παραίτηση του μοιραίου για την Ελλάδα – που τόσα δεινά είχε επισύρει η παρουσία του – βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ του γιού του Γεωργίου του Β΄. Ο λαός βράζει και εξαγριωμένος από τη συμφορά που βρήκε τον τόπο, ζητά το κεφάλι των πρωταιτίων επι πίνακι, για αν εκτονωθεί. Συγκροτείται έτσι στην Αθήνα μια Επαναστατική Επιτροπή σ΄ αυτό το ζοφερό κλίμα που επιδίδεται σε συλλήψεις αντιβενιζελικών στελεχών και πολιτικών. Παράλληλα πραγματοποιείται στις 9 Οκτωβρίου μια ογκωδέστατη συγκέντρωση στην Πλατεία Συντάγματος περί τις 100.000 Αθηναίους, που ζητούν την εκτέλεση των υπευθύνων της τραγωδίας. Και ο Νικόλαος Πλαστήρας που είναι ο πολιτικός αρχηγός του κινήματος περιέρχεται σε δεινή θέση. Το εμπρηστικό αυτό κοινωνικό κλίμα που αξιώνει εκτελέσεις και αίμα για να εκτονωθεί, γονιμοποιεί η αδιάλλακτη στάση των υψηλόβαθμων βενιζελικών στελεχών στο στρατό. Και κυρίως οι στρατηγοί Πάγκαλος, Οθωναίος, Χατζηκυριάκος και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, από τους πολιτικούς, που συντάσσονται με τις εκτελέσεις. Μα πιο μετριοπαθή συμπεριφορά υιοθετούν οι Πλαστήρας, Δαγκλής και Γονατάς που προτείνουν οι πρωταίτιοι να υποβληθούν σε κανονική δίκη, αλλά και οι μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης και ιδίως οι δυνάμεις της «Εγκάρδιας Συνεννόησης» entente, που συνιστούν αυτοσυγκράτηση, ηρεμία και προπαντός όχι συνοπτικές διαδικασίες, οι οποίες πάντα κατατείνουν σε αδικίες και σε ικανοποίηση μισαλλόδοξων κινήτρων. Τελικά μέσα στην πολιτική έξαψη της εποχής οι δυο πλευρές συμβιβάζονται με την παραπομπή των πρωταιτίων  σε έκτακτο στρατοδικείο, που αφενός μεν αντεδείκνυτο στην περίπτωση αφού έπρεπε να συσταθεί ειδικό δικαστήριο περί ευθύνης υπουργών, αφετέρου από την ίδια την φύση του με τα δεδομένα της εποχής, το έκτακτο στρατοδικείο, δεν θα μπορούσε να είναι δίκαιο … ( Στη φωτογραφία επάνω Οι κατηγορούμενοι στο εδώλιο. Διακρίνονται από δεξιά προς τα αριστερά οι : Χατζανέστης, Πρωτοπαπαδάκης, Θεοτόκης, Στράτος, Μπαλτατζής, η κενή θέση του Γούναρη και οι Γούδας, Στρατηγός.)

Ορίστηκε ανακριτική επιτροπή της οποίας ηγείτο ο σκληροπυρηνικός υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, με την συνδρομή ακόμα των συνταγματαρχών Ιωάννη Καλογερά και Χαράλαμπου Λούφα.  Η επιτροπή στις 24 Οκτωβρίου εξέδωσε πόρισμα, που παρέπεμπε να δικαστούν στο έκτακτο στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οκτώ κεντρικά πρόσωπα της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της Μικρασιατικής τραγωδίας κατά την περίοδο 1920-1922. Παραπεμπόμενοι ήσαν οι :

Δημήτριος Γούναρης  (διατελέσας πρωθυπουργός, 59 ετών)

Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης   (διατελέσας πρωθυπουργός, 68 ετών)

Νικόλαος Στράτος   (διατελέσας πρωθυπουργός, 50 ετών)

Νικόλαος Θεοτόκης  (Υπουργός Στρατιωτικών της κυβερνήσεως Πρωτοπαπαδάκη, 44 ετών)

Γεώργιος Μπαλτατζής (Υπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη, 56 ετών)

Ξενοφών Στρατηγόςυποστράτηγος ε.α.   (Υπουργός Συγκοινωνιών της κυβερνήσεως Γούναρη, 53 ετών)

Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. (Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη, 54 ετών)

Γεώργιος Χατζανέστηςαντιστράτηγος  (Αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης, 59 ετών).

Οι κατηγορούμενοι υπέβαλλαν αίτημα να δικαστούν όπως όριζε ο νόμος από ειδικό δικαστήριο που προβλέπει τις ευθύνες υπουργών, αλλά το αίτημά τους απερρίφθη από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, που ήδη από τις 21 Οκτωβρίου είχε συστήσει έκτακτο στρατοδικείο, με πρόεδρο τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο. Ξεκίνησε έτσι στις 31 Οκτωβρίου του 1922 η ιστορικότερη και πιο αμφιλεγόμενη δίκη του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Σαν χώρος της δίκης επελέγη η αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής – παλαιά Βουλή – που είχε διαμορφωθεί ειδικά για το σκοπό αυτό. Η σύνθεση του εκτάκτου στρατοδικείου πέραν του προέδρου του Α. Οθωναίου, αποτελείτο από στρατοδίκες, τρείς συνταγματάρχες, έναν πλοίαρχο, έναν αντισυνταγματάρχη, δυο αντιπλοιάρχους, τρείς ταγματάρχες, ένα λοχαγό, και ένα στρατιωτικό δικαστικό σύμβουλο. Ως επαναστατικοί επίτροποι ήσαν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Γεωργιάδης και οι συνταγματάρχες Ιωάννης Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Ρόλο Γραμματέα του Δικαστηρίου είχε αναλάβει ο Ιωάννης Πεπονής. Την υπεράσπιση των κατηγορουμένων είχαν αναλάβει διαπρεπείς δικηγόροι του νομικού κόσμου της εποχής. Ήσαν οι  Αναστάσιος Παπαληγούρας (παππούς του σημερινού τ. υπουργού Δικαιοσύνης Αναστάση Παπαληγούρα), Κωνσταντίνος Τσουκάλάς, Ρωμανός, Νοταράς, Οικονομίδης και Σωτηριάδης. Η δίκη έλαβε χώρα σε 14 συνολικά συνεδριάσεις (από τις 31 Οκτωβρίου μέχρι της 15 Νοεμβρίου μόλις δυο εβδομάδες) που υποδηλώνουν εξάλλου και τον επισπεύδοντα και αλλά και προκατειλημμένο χαρακτήρα της. Αφότου απερρίφθησαν οι υποβληθείσες ενστάσεις από την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, υπεβλήθησαν σε εξέταση 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 μάρτυρες υπεράσπισης. Το μείζον εδώ στοιχείο για την έκβαση της δίκης - πέραν όλων των άλλων παραμέτρων που δεν κατέτειναν στην δίκαιη πραγμάτωσή της – ήταν ότι το έκτακτο στρατοδικείο πέτυχε οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας να προέρχονται από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, γεγονός που προσέδιδε στη δίκη, πολιτική νομιμοποίηση σε μια εκδοχή του «σας κατηγορούν οι δικοί σας». Και ενώ η δίκη έχει ξεκινήσει, ασθενεί σοβαρά από τύφο ο Δημήτριος Γούναρης. Διεκομίσθη σε μια από τις καλύτερες κλινικές της εποχής και εζητήθη η αναβολή της δίκης λόγω της βαριάς ασθενείας του, αλλά το αίτημα απερρίφθη. (Στη φωτογραφία επάνω Ο υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος, από τους κεντρικούς συντελεστές της παραπομπής σε δίκη των πρωταιτίων και πρόεδρος του εκτάκτου στρατοδικείου) 

Ετσι ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης εδικάζετο «ωσεί παρών». Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν διάχυτη είναι στην κοινωνία η πεποίθηση  ότι οι κατηγορούμενοι θα οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το κλίμα αυτό μεταδίδεται και στο εξωτερικό και αρχίζουν να ασκούνται διεθνείς πιέσεις να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο, που θα έβλαπτε πολλαπλώς την εικόνα της χώρας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο παραιτείται η κυβέρνηση του μετριοπαθούς Σωτηρίου Κροκιδά στις 10 Νοεμβρίου και την πρωθυπουργία αναλαμβάνει στις 14 Νοεμβρίου ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς,  μέλος της τριανδρίας του στρατιωτικού κινήματος.  Την ίδια μέρα αποπερατώνονται οι απολογίες των κατηγορουμένων και των συνηγόρων υπεράσπισης και τα μεσάνυχτα της 15-ης Νοεμβρίου το δικαστήριο συσκέπτεται για αν εκδώσει την απόφασή του. Τα χαράματα της 15-ης Νοεμβρίου και δη στις 6:40 π.μ. οι στρατοδίκες επανακάμπτουν στην  έδρα και ο πρόεδρος του στρατοδικείου Αλέξανδρος Οθωναίος προβαίνει στην ανάγνωση της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου που αναφέρει : «Εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων του Γεωργίου Β’ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστη, Δημήτριον Γούναριν, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκη, Γεώργιον Μπαλτατζήν, και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου.

Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινή των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου και Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπερ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών  200.000 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων». Λίγο αργότερα ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης μεταβαίνει στις φυλακές Αβέρωφ για να ανακοινώσει στους κατηγορουμένους την καταδικαστική απόφαση. Η ώρα είναι 9 το πρωί. Ανακοινώνει στους εκτελεσθέντες την καταδικαστική απόφαση και ότι η εκτέλεση θα γίνει σε δυο ώρες. Δυο μαρτυρικές ώρες για τις τραγικές οικογένειες των θανατοποινιτών που πληρώνουν βαρύ φόρο αίματος στην έξαψη των παθών και την μισαλλοδοξία. Στις 10:30 δυο στρατιωτικά φορτηγά τους μεταφέρουν στο Γουδί – πίσω ακριβώς από το σημείο που ευρίσκεται σήμερα το Νοσοκομείο Σωτηρία. Εκεί προσδιορίζονταν τότε η περιοχή του Γουδί και όχι στα σημερινά της γεωγραφικά όρια, που ευρίσκεται το νοσοκομείο «Παίδων». Οι στιγμές που εξελίσσονται είναι τραγικές και κάποιοι επιστρατεύουν το μοναδικό βάλσαμο σε τέτοιες τραγικές περιστάσεις το χιούμορ. Ο στρατηγός Χατζανέστης δεν δέχεται να του καθαιρέσουν τα στρατιωτικά του διάσημα και τα αφαιρεί μόνος του λέγοντας «Το μόνο που με πληγώνει, ότι υπήρξα αρχηγός, ενός στρατού δειλών». Ο Πρωτοπαπαδάκης που έφερε και τον αριστοκρατικό τίτλο του κόμη, έβγαλε το δαχτυλίδι του και φλεγματικά είπε «Να δώστε το δαχτυλίδι μου στην κόμισσα». Ενώ ο Γούναρης το λαμπρό αυτό και πολυσπούδαστο τέκνο της πολιτικής μας ζωής που κατέλαμπε με την πολυμέρεια της παιδείας του, δεν δέχτηκε να του δέσουν τα μάτια και βάδισε με λεβεντιά στο θάνατο. Είχε φτάσει όμως η ώρα του μαρτυρίου. Περί της 11:30,  36 πυροβολισμοί ακούστηκαν από τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος και οι 6 πρωταίτιοι της Μικρασιατικής τραγωδίας έπεφταν νεκροί. Και στις 2:30 κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας κηδεύονταν στο Α΄ νεκροταφείο.  Γράφονταν έτσι η τελευταία πράξη της Μικρασιατικής τραγωδίας, αλλά και μια από τις ζοφερότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας, που στιγμάτισε με την ηθική της αγριότητα ανεξίτηλα τον τόπο. Γιατί μπορεί αυτές οι εκτελέσεις εν πρώτοις να εκτόνωσαν την λαϊκή οργή να τιμωρηθούν οι ένοχοι της ήττας, τελικά υποδαύλισαν όμως ένα νέο κύμα διχασμού στην ελληνική κοινωνία μεταξύ των δυο αντιμαχόμενων πολιτικών στρατοπέδων, που θα τη σκίαζε για πολλές δεκαετίες. Και όμως έστω και κάτω από αυτές τις δυσμενείς συνθήκες για τους δικαζόμενους, θα μπορούσε να είχε αποτραπεί η εκτέλεσή τους, αν κατέφθανε λίγες ώρες ενωρίτερα στην Αθήνα με το πλοίο του, ο πλοίαρχος Τάλμποτ, ως απεσταλμένος της Αγγλικής κυβερνήσεως, με εντολή να αποτρέψει την εκτέλεση. Ο στρατηγός Πάγκαλος όμως που διαισθάνετο την παρέμβαση των Άγγλων αφουγκραζόμενος το όλο διαμορφωμένο κλίμα διεθνώς, επίσπευσε την εκτέλεση των έξι. Αμφίσημη είναι ακόμα ιστορικά μέχρι σήμερα η συμπεριφορά του μεγάλου Ελευθερίου Βενιζέλου στην ειδεχθή δίκη και εκτέλεση. Είναι αλήθεια ότι Βενιζέλος είχε θιγεί τα μέγιστα και είχε πολιτικά περιθωριοποιηθεί από τα όχι πάντοτε ευπρεπή πολιτικά μέσα που μετήλθαν οι εκτελεσθέντες πολιτικοί του αντίπαλοι για να τον εξοντώσουν. Πάραυτα στην οικτρή αυτή υπόθεση προτίμησε μάλλον να κρατήσει μια αρνητική ουδετερότητα. Ένα τηλεγράφημά του για να αποτραπεί η εκτέλεση από το Παρίσι, έφθασε καθυστερημένα την επομένη 16 Νοεμβρίου του 1922. Όμως το εκκρεμές της ελληνικής ιστορίας είχε ήδη εκτραπεί επικίνδυνα, υποδαυλίζοντας και πάλι τον διχασμό. Οι έξι εκτελέσθηκαν για να εκτονωθεί το λαϊκό αίσθημα που είχε μετατρέψει την κοινωνία σε πυριτιδαποθήκη. Και επωμίσθηκαν άδικα την ρετσινιά της εσχάτης προδοσίας, ότι πιο ατιμωτικό ακόμα παραπάνω και από την αφαίρεση της ίδιας της ζωής για ένα Έλληνα πολίτη. Διέπραξαν ολέθρια πολιτικά και στρατιωτικά σφάλματα που οδήγησαν τον τόπο στην καταστροφή και ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες στη δίνη της προσφυγιάς. Δεν υπήρξαν όμως ποτέ ΠΡΟΔΟΤΕΣ. Χρόνια αργότερα τα λόγια του στρατηγού Παγκάλου που είχε πρωταγωνιστήσει στην εκτέλεσή τους, τεκμηρίωναν αυτή την αδέκαστη ιστορική κρίση «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν …αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της πατρίδος». (Στη φωτογραφία επάνω Ο στρατηγός Πάγκαλος οπαδός της σκληρής γραμμής για την τιμωρία των πρωταιτίων της Μικρασιατικής Τραγωδίας). Το παρόν κείμενό μας, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ"του Πύργου, στα πλαίσια μιας σειράς ιστορικών μας δοκιμίων, για τα μείζονα ιστορικά μας ορόσημα.

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος είναι M.Sc. Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Πηγή : www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »