Γεώργιος Βιζυηνός


Γεώργιος Βιζυηνός

Γράφει ο Πάνος Αβραμόπουλος

Έχοντας τη συνδρομή ενός πολύ στέρεου επιστημονικού υποβάθρου που περιελάμβανε μεταπτυχιακές σπουδές φιλοσοφίας στη Γερμανία – αναγορεύτηκε υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1885 -  αλλά και μια γνήσια λογοτεχνική ταυτότητα, αποτύπωσε αδρά τον ίσκιο του στην νεοελληνική γραμματολογία ο Γεώργιος Βιζυηνός. Ο  Βιζυηνός κατά το μεγάλο μας κριτικό  Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο κατόρθωσε στο έργο του να δημιουργήσει ανθρώπους, συγγραφικό επίτευγμα, που το κατόρθωσαν πολύ λίγοι Έλληνες λογοτέχνες. Ενώ κατά τον σπουδαίο επίσης κριτικό της λογοτεχνίας μας Ρένο Αποστολίδη, μαζί με τους Αλ. Παπαδιαμάντη και  Κ. Θεοτόκη, αποτελεί ένας από τους τρείς κορυφαίους πεζογράφους μας. Ο Βιζυηνός πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με το ποίημα το «Κόδρος». Μόλις είχε εγκαταλείψει την Θεολογική Σχολή της Χάλκης στην Κωνσταντινούπολη , για να έλθει στην Αθήνα και να σπουδάσει στην Φιλοσοφική της Σχολή. Και πριν ακόμα ολοκληρώσει την πανεπιστημιακή του παιδεία έκανε με το πρωτόλειο αυτό ποίημα του στον «Βουτσιναίο» διαγωνισμό πάταγο και αναγορεύτηκε στον άνθρωπο της ημέρας. Όπως σημείωσε η κριτική της εποχής στο «κακοραμμένο ρούχο» του πρωτόλειου του Βιζυηνού, φυσούσε το δροσερό αεράκι μιας εθνικής έμπνευσης. Η βράβευση του Θρακιώτη ποιητή και συγγραφέα – γεννήθηκε το 1849 στο Βιζύη – της Θράκης – του εξασφάλισε υποτροφία του οικονομικού μεγιστάνα Ζαρίφη για ανώτερες σπουδές στην Γερμανία, που έκτοτε θα αποτελέσει τον μαικήνα του. Παρόλη την πλατιά του παιδεία όμως γύρω από τα γερμανικά γράμματα και την γλωσσομάθειά του που του επιτρέπει να γράφει άψογα σε δυο γλώσσες γερμανικά και γαλλικά,  ο Βιζυηνός δεν θα χάσει στο γράψιμό του την ελληνική του ψυχή. Τουναντίον θα γονιμοποιήσει το πλούσιο υλικό που αντλεί κατά την μαθητεία στην ξένη εθνική πεζογραφία, για να ανανεώσει την πεζογραφική μας παράδοση, που κάτω από την δεσποτεία της πρώτης παντοδύναμης αθηναϊκής σχολής έχει μείνει στο χαρακτήρα της, φορτωμένη με γένια, γυαλιά, βελάδες, υψηλά καπέλα και επισημότητες, όπως κριτικά σημειώνει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Ο Βιζυηνός αντλεί το πεζογραφικό υλικό του κυρίως από την σύγχρονη και από τη δική του ζωή. Και τους ήρωές του τους διαλέγει από το άμεσο οικογενειακό του περιβάλλον – «Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου», «Το αμάρτημα της μητρός μου». Κατορθώνει έτσι να φέρει στην Ελλάδα, το ψυχολογικό διήγημα, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον από την εξωτερική δράση, στο εσωτερικό δράμα. Και μέσα από αυτό το επίτευγμά του, όπως σχολιάζει ο Στ. Σπεράντζας, κατορθώνει να ξεπεράσει τον διδακτισμό, τον λαογραφισμό και τον εθνικισμό. Ο Βιζυηνός όμως έχει και απαράμιλλη  τεχνική στο στήσιμο των διηγημάτων του. Το δραματικό στοιχείο κλιμακώνεται σταδιακά. Τα χρονικά άλματα και οι παρένθετες αφηγήσεις του που καθυστερούν την διήγηση και πυκνώνουν το μυστήριο, μέχρι να έλθει η λύτρωση της περιπόθητης λύσης, κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση και αναβιβάζουν αναμφισβήτητα τον Βιζυηνό σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες δημιουργούς. Το μείζον όμως είναι ότι ο Θρακιώτης συγγραφέας ξεκινώντας τα βήματά του δεν βρήκε καμία λογοτεχνική παράδοση άξια να πατήσει πάνω της και να την εμπλουτίσει. Έχτισε μόνος τους, ότι έφτιαξε, στηριζόμενος στην πλατιά παιδεία του και στην σπανίας αξίας καθαρή λογοτεχνική του ταυτότητα. Στα  πριν τον Βιζυηνό χρόνια η ελληνική μυθιστοριογραφία αντλούσε κατά βάση το υλικό της από το ιστορικό μυθιστόρημα και τις επιφυλλίδες των γαλλικών εφημερίδων. Στα κείμενά της κυριαρχούσαν όπως επισημαίνει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος  πολέμαρχοι και μαρκήσιοι, βαρόνοι και κόμητες, η φεουδαρχική αρχοντιά, νόθα παιδιά, εραστές φορτωμένοι όλες τις δυστυχίες του κόσμου, πολιτικές μηχανορραφίες, κοινωνικές δολοπλοκίες, έθιμα βαρβάρων και γενναιότατες δόσεις μυστηρίου, που έθρεφαν την φιλαναγνωστική μανία όχι μόνο των αμόρφωτων ανθρώπων, αλλά και των πεπαιδευμένων.

Ο Βιζυηνός κατόρθωσε έτσι να ξεπεράσει την τετριμμένη αυτή αισθητική τεχνοτροπία και να χαράξει τον δικό του προσωπικό δρόμο. Στην διαμόρφωση της προσωπική του διηγηματογραφικής ταυτότητας σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι επιδράσεις που δέχτηκε κατά την παραμονή του στην δυτική Ευρώπη και η μεγάλη στροφή που σημειώνεται σε αυτήν από το ρομαντικό μυθιστόρημα, στο κοινωνικό ψυχογράφημα. Σημαντικά επηρεάζεται επίσης ο Βιζυηνός από τον μεγάλο Άγγλο δραματουργό Ερρίκο Ίψεν. Τον συγκλονίζει η δραματική του μεγαλοφυΐα. Κατά τον μεγάλο ιστορικό και συγγραφέα μας Σπύρο Μελά, τα διηγήματα του Βιζυηνού έχουν δυο βασικά χαρακτηριστικά της κλασικής δραματουργίας. «Την ακούσια και ανεπίγνωστη ενοχή του ήρωα, το μοιραίο έγκλημα και το σπαραγμό της καθυστερημένης πάντα κι ανώφελης θυσίας». Ενδεικτικά αναφέρουμε τα «Το αμάρτημα της μητρός μου», «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Στο αμάρτημα της  μητρός μου το πιο γνωστό ίσως έργο του Βιζυηνού,  η μητέρα του συγγραφέα βιώνει ένα βαθιά εσωτερικό δράμα. Παρότι φτωχή και ενώ έχει να αναθρέψει τόσα αγόρια, επιμένει να υιοθετήσει ένα κορίτσι. Ένα θα της πεθάνει, άλλο θα την εγκαταλείψει. Πάραυτα η μητέρα επιμένει. Τα αδέλφια του, αλλά και ο συγγραφέας απορούν για αυτήν την μανία της μητέρας, αντιλαμβάνονται ότι κάτι γίνεται, μα δεν θέλουν να την πληγώσουν και δείχνουν κατανόηση στη  μανία της. Έρχεται ωστόσο από την ίδια η στιγμή της αποκάλυψης. Κάποτε η μητέρα γυρίζοντας από ένα πανηγύρι με τον πατέρα του συγγραφέα,  αποκοιμήθηκε βαριά, καθώς βύζαινε την μοναχοκόρη της και στον ύπνο της την πλάκωσε. Απόκτησε και πάλι μια κόρη, αλλά ο θεός θέλησε να την εκδικηθεί κατά το συγγραφέα και την έχασε και αυτή. Έτσι αποτάθηκε σε ένα ανώτερο ιερωμένο στην Πόλη για να ζητήσει συγχώρεση. Ο ιεράρχης την συγχώρησε. Μα τι αξία όμως μπορεί να έχει αυτή η συγχώρεση; Ο ιεράρχης δεν απέκτησε ποτέ παιδί. Πως μπορεί λοιπόν να καταλάβει το αμάρτημά της ;  Στην τελευταία αυτή φράση του διηγήματος – που όπως επισημαίνει στην έξοχη κριτική του για το «Αμάρτημα της Μητρός μου», ο Άλκης Θρύλλος αποτελεί «ένα σπάνιο εύρημα», ο Βιζυηνός κορυφώνει την τραγικότητα του δράματος, αλλά και την ψυχογραφία της θεοφοβούμενης μητέρας, «που σέρνει σε όλη της τη ζωή το φάντασμα του πεθαμένου παιδιού της». Ο Βιζυηνός διέβη ακούραστα όλα τα λαογραφικά μήκη και πλάτη της Ευρώπης. Μελέτησε διεξοδικά τους θρύλους και τις παραδόσεις πολλών προηγμένων κρατών στα γράμματα και τη λογοτεχνία. Ενώ λαμπρές ήταν οι επιδόσεις του στο μεταφραστικό πεδίο, με την συνδρομή της απίστευτης εκείνα τα χρόνια για την έκτασή της, πολυγλωσσίας του. Και διαπίστωσε πως κοινός παρανομαστής σε όλους τους μεγάλους δημιουργούς, ήταν η βρυσομάνα και ακένωτη πηγή της εθνικής λογοτεχνίας. Από αυτήν αντλούσαν όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς και ποιητές υλικό, για να φτιάξουν και οι ίδιοι τις δικές τους δημιουργίες. Όπως σημειώνει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ο Θρακιώτης συγγραφέας  σε «ένα κόσμο κορεσμένο από στόμφο και σύμβαση» είχε κατορθώσει να εισκομίσει μια ζεστή αγροτική φωνή με ειλικρίνεια. Ένα «αίσθημα, χωρίς αισθηματολογία και μια συνείδηση λιτότητας». Κατορθώνει μέσα τρία χρόνια, άγνωστος μεταξύ αγνώστων να βραβευτεί δυο φορές. Πάραυτα δεν αγαπιέται στους πλατύτερους λογοτεχνικούς κύκλους σαν του Αχιλλέα Παράσχου και των ομοτέχνων του. Κερδίζει όμως την προσοχή των ειδικών και ξαφνιάζει πολλούς με την υπεροχή του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός, ότι ο μεγάλος εστέτ και «καταραμένος» της παγκόσμιας λογοτεχνίας Όσκαρ Ουάλιντ, γύρω στα 1885, ξεχωρίζει τιμητικά τον Γεώργιο Βιζυηνό. Όμως η ποιητική και λογοτεχνική ευαισθησία του Γεωργίου Βιζυηνού, ανεφύη στο τραχύ και άξενο έδαφος της ελληνικής νοοτροπίας του 19-ου αιώνα. Η αναπόφευκτη αυτή σύγκρουση  προξένησε θραύση της ευαισθησίας του. Κυριεύθηκε έτσι από ένα θανάσιμο αίσθημα απαξίας για τη ζωή και από μια απερίσταλτη μελαγχολία. Ο συνδυασμός αυτών των δυο συναισθημάτων, συνεπικουρούμενος από την ενεργοποίηση μιας παλιάς του ασθένειας που υπήρξε απότοκος των εφήμερων ερώτων του, τον οδήγησε στο φρενοκομείο, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή το 1896. Όπως με ενάργεια σχολίασε ο  Π. Μουλάς «Ο Βιζυηνός είναι ένα μετέωρο άγνωστης προέλευσης στο χώρο της νεοελληνικής γραμματείας. Δεν βγαίνει από καμιά λογοτεχνική καταγωγή και δεν συνάπτεται με καμιά φιλολογική παράλληλο προς οποιαδήποτε προγενέστερη ή τριγυρινή του λογοτεχνία ή παραλογοτεχνία. Θρέμμα του φαναριώτικου μαικηνισμού που είχε αναπτύξει αριστοκρατικές ανάγκες, παρέμεινε και όταν ακόμα ηθογραφούσε αθεράπευτα ανθρωποκεντρικός και ανθρωπομορφικός». Ήταν μια μεγάλη μορφή της σύγχρονης ελληνικής γραμματολογίας. Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευθεί σε εφημερίδες της Ηλείας και σε περιοδικά κοινωνικού στοχασμού και είναι απόσπασμα απο το υπο έκδοση βιβλίο μου «Κορυφαίοι της ελληνικής πεζογραφίας».

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος είναι M.ScΔ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »