Μίτια Καραγάτσης

Μίτια Καραγάτσης

Γράφει ο Πάνος Αβραμόπουλος

Με τους ασίγαστους συγγραφικούς του κρουνούς, την αχαλίνωτη φαντασία του, αλλά και την εκφραστική του ευλυγισία έκανε επιβλητική την παρουσία του στα ελληνικά γράμματα ο Μίτια Καραγάτσης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου). Είναι από τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της γενιάς του ΄30. Ο Καραγάτσης διακρίνεται για τους σκληρούς και άκαμπτους ήρωές του, τους βίαιους, αθλητικούς, αλλά και ηθικά αδίστακτους, που μετέρχονται οποιοδήποτε μέσο για να επικρατήσουν και τελικά επιτυγχάνουν το σκοπό τους. Για τούτο κατηγορήθηκε ότι εξήρε τον κυνισμό και την  ηθική βιαιότητα, αναδεικνύοντας τα ταπεινά ένστικτα των ανθρώπων. Οι ήρωες του Καραγάτση σε αντιδιαστολή με τις ηθικά ευγενείς και άχραντες μορφές του Τερζάκη, που νικιούνται από την ζωή και παρασύρονται από τα κτυπήματά της, είναι οι νικητές και θριαμβευτές. Στις πολυδαίδαλες διαδρομές που ακολουθούν στη ζωή τους, κατακτούν χώρες και πολιτείες και είναι πάντοτε νικητές στον έρωτα, όπως εξάλλου σημειώνει ο Άλκης Θρύλος. Κεντρικό στοιχείο στο έργο του Καραγάτση είναι ο έρωτας που τον αποθεώνει. Τον μυθοποιεί σαν μια δύναμη κυριαρχική, ανώτερη και από την ίδια την ζωή. Πέρα από τον έρωτα κατά τον συγγραφέα εκμηδενίζεται κάθε στοιχείο που μπορεί να νοηματοδήσει την ύπαρξή του ανθρώπου και δεν υπάρχει παρά μονάχα ο θάνατος και το κενό. Αλλά ο έρωτας εδώ δεν είναι πράξη χαράς. Είναι μια έξοδος διαφυγής για να αποδράσει ο άνθρωπος από την τραγική του μοίρα. Μια σανίδα σωτηρίας για να αποτινάξει την απόγνωση η οποία θα τον κυρίευε, αν  δεν υπήρχε η ηδονή. Με μια πολύ παραστατική παρομοίωση  μας δίνει ο σπουδαίος κριτικός μας Ανδρέας Καραντώνης, την εξιδανίκευση του ερωτισμού στη γραφίδα του Καραγάτση και την απαισιόδοξη στάση του έναντι της ζωής. Γράφει ο Καραντώνης : «Μας θυμίζει την τραγική μοίρα κάποιων εντόμων, που μοναδική πράξη της ζωής τους είναι ο έρωτας, που τον ακολουθεί αμέσως μετά ο θάνατος». Στα έργα του Καραγάτση αποτυπώνεται ένας βάρβαρος και πρωτόγνωρος ρεαλισμός. Ένας αισθησιακός ύμνος απέναντι στην ηδονή, αλλά και μια μεγαλοπρεπής επιβολή της σαρκικής απόλαυσης του έρωτα, απέναντι σε κάθε στοιχείο που εκφράζει την ηθική και πνευματική διάσταση του ανθρώπου. Όμως κατάβαθα αυτή η κυνική στάση του συγγραφέα, μπορεί να είναι και μια απελπισμένη κραυγή διαμαρτυρίας, για την υποταγή της ψυχής του ανθρώπου, στην σαρκική απόλαυση. Ο Καραγάτσης είναι βαθύτατα επηρεασμένος στη γραφή του από τη γαλλική σχολή μυθιστορήματος, που πρεσβεύει τη θέση, ότι όλα σε τούτη τη ζωή μπορούν να πραγματοποιηθούν. Με ζηλευτή ενάργεια μας δίνει στα μυθιστορήματά του το ήθος της μεγαλοαστικής τάξης στην ελληνική κοινωνία μετά το 1922. Την ακόρεστη δίψα για κοινωνική ανέλιξη, την ασύδοτη φιλοχρηματία, την εξουσιολαγνεία, την αποθέωση την κέρδους και την αναγωγή του χρήματος και της ηδονής σε υπέρτατα αγαθά τη ζωής.Ο κόσμος του Καραγάτση είναι ένας κόσμος που μέσα από το χρήμα, την ηδονή και την εξουσία, βρίσκει το απώτατο νόημα της ζωής. Οι ήρωές του δεν είναι άτο-νοι, ισχνοί και ματωμένοι μάρτυρες. Είναι άνθρωποι πολύστροφοι, δημιουργικοί, με υψηλή διαίσθηση, ευστροφία στους επιχειρησιακούς ελιγμούς, αλλά πάραυτα ματαιόδοξοι και θύματα των ανικανοποίητων ορέξεών τους.

Δυο πολύ χαρακτηριστικοί ήρωες του Θεσσαλού συγγραφέα, μας δίνουν το κοινωνικό ήθος και ύφος των έργων του. Ο Φιλανδός Γιούγκερμαν και ο ρώσος εμιγκρές συνταγματάρχης Λιάκπιν. Ο Λιάκπιν κατά την μετανάστευσή του στην Ελλάδα περνά τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στην μιζέρια και την κοινωνική ανυποληψία. Κατορθώνει όμως με τη σατανική του πονηράδα και την ευκινησία του, να διορισθεί στο σταθμό επιβητόρων της Γεωργικής Σχολής στη Λάρισα. Σύντομα επιβάλλεται  στο ίδρυμα και αποσπά την εκτίμηση όλου του προσωπικού. Η ακτινοβολία του επεκτείνεται σε όλο το φάσμα της τοπικής κοινωνίας και από κεί και ύστερα, ο έκκλητος βίος του γίνεται το κεντρικό γεγονός της περιοχής. Τα ακόλαστα γλέντια του, τα μεθύσια του, οι ασύδοτες έρωτές του και η μεγαλοπρεπής επιβολή του στην κοινωνία της Λαρίσης. Ποιο τέλος επιφυλάσσει όμως ο συγγραφέας για το ίνδαλμά του ; Παρόλη τη φρενήρη πορεία του, την κατάκτηση του πλούτου, την απολαβή της κοινωνικής αίγλης και την αψίκορη απόλαυση του έρωτα, είναι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Μέσα του κυριαρχεί η αίσθηση του ανικανοποίητου, που δεν τον αφήνει να ηρεμήσει και να απολαύσει τις κατακτήσεις του. Ενώ θα χει έναν άθλιο θάνατο, δίπλα σε μια ασήμαντη γυναικούλα, που απολήγει γελοιογραφία, μιας αστόχαστα ξοδευμένης δυναμικότητας. Σε μεγεθυσμένη διάσταση κατ΄ αναλογία, ο Γιούγκερμαν αποτελεί έναν εκκεντρικό άνθρωπο, με κτηνώδη ερωτισμό, ανικανοποίητη σεξουαλικότητα, ηθικά αδίστακτο και υπερόπτη, που βρίσκει ξεδιψασμό στον κυνικό χαρακτήρα του, μέσα από τον έρωτα, την απόχτηση πλούτου και την εκπόρθηση  των κοινωνικών προπυργίων. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιείται και βρίσκει ευφορία ο Γιούγκερμαν, είναι τα καταγώγια, τα πορνεία, οι χώροι της ασέβειας και της ηθικής ασυδοσίας. Φίλοι του, τα κατακάθια, τα παράσιτα, οι κοινωνικά απόβλητοι και οι ξεπεσμένες κοκότες. Όμως ο γρανιτένιος Φιλανδός του Καραγάτση με, την αίσθηση υπεροχής που τον διακατέχει, την αλαζονεία και την περιφρονητική του διάθεση προς τους πάντες, ξεπερνά όλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που θα συναντήσει και με σταθερότητα οδηγείται στην πραγμάτωση των σκοπών του. Καταχτά πλούτο, αίγλη και στα πόδια του υποτάσσονται όλες οι γυναίκες. Ο Καραγάτσης υποβλητικά μέσα από τον Γιούγκερμαν δίνει και ένα πρότυπο του «ανεπτυγμένου οικονομικού αστισμού» που αρχίζει να προβάλλει στην ελληνική κοινωνία του μεσοπολέμου και που  μπρός στην κατάκτηση του πλούτου, στην κοινωνική ανέλιξη, στην επιτυχία και στον έρωτα θυσιάζει όλες τις άλλες σταθερές της ελληνικής ζωής. Για τούτο και το έργο του θεωρήθηκε μια αξεπέραστη τοιχογραφία των κοινωνικών αξιών και των ηθών της εποχής αυτής και εκτιμήθηκε από τους κριτικούς σε αναγνωσιμότητα, εφάμιλλο του έργου του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι ο Μίτια Καραγάτσης - το ψευδώνυμό του το είχε πάρει από τα καραγάτσια,  δένδρα που μοιάζουν με τα κυπαρίσσια φυτεύονται στην περιοχή της Θεσσαλίας - ανήκει στις μεγάλες μορφές της σύγχρονης πεζογραφίας μας και στους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της γενιάς του ΄30. Με τους θαλερούς, και γήινους ήρωές του, που μέσα από το ατέρμονο κυνήγι της οικονομικής και κοινωνικής επιτυχίας και τον ασίγαστο ερωτισμό, θυσίασαν κάθε ηθική αξία ζωής, αποτύπωσε αδρά το κοινωνικό τοπίο του μεσοπολέμου. Σε ότι αφορά τα βιογραφικά στοιχεία του Καραγάτση. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908. Το πέμπτο παιδί του εκ Πατρών δικηγόρου Γεώργιου Ροδόπουλου. Τελείωσε τη Νομική Αθηνών το 1930 με συμφοιτητές τους Οδ. Ελύτη, Άγγελο Τερζάκη και Γ. Θεοτοκά. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με το διήγημα «Η κυρία Νίτσα» που απέσπασε το 3-ο βραβείο στο διαγωνισμό της «Νέας Εστίας». Εργάζονταν ως νομικός σύμβουλος σε Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία και το 1946 ανέλαβε τη θεατρική στήλη της εφημερίδας «ΒΡΑΔΥΝΗ».Το 1952 άρχισε να εργάζεται στη διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ.Το 1956 και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα των «Προοδευτικών» του Σπύρου Μαρκεζίνη, ανεπιτυχώς. Ήταν αδελφός του προέδρου της Βουλής και βουλευτή της ΕΡΕ Τάκη Ροδόπουλου. Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1960 και αφού είχε υποστεί καρδιακό έμφραγμα, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το κύκνειο άσμα του «Το δέκα». Το παρόν κείμενό μου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ» του Πύργου, στην στήλη «Κορυφαίοι της σύγχρονης ελληνικής γραμματολογίας», αλλά και σε άλλα περιοδικά τέχνης και φιλολογικού στοχασμού και είναι απόσπασμα απο το υπο έκδοση βιβλίο μου «Κριτική της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας».

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος είναι M.Sc Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Πηγή :
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »