Νίκος Καζαντζάκης

 Νίκος Καζαντζάκης

Γράφει ο Πάνος Ν. Αβραμόπουλος

 Απο τις κορυφογραμμές των σύγχρονων ελληνικών γραμμάτων ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο Οικουμενικός Καζαντζάκης του οποίου το πνευματικά ευρύ και πολύχυμο έργο, με τους ασίγαστους συγγραφικούς του κρουνούς, μεταφράστηκε και διαβάστηκε σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της οικουμένης, αλλά και που πάραυτα αμφισβητήθηκε έντονα στην πατρώα του γη την Ελλάδα. Δυο είναι τα κεντρικά στοιχεία που διατρέχουν το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Η έξαρση της ηρωολατρείας του και η προβολή του βαθύτατου μηδενισμού του, που αίρει τις ρίζες του στις επιρροές του Κρήτη συγγραφέα, από τον Φρειδερίκο Νίτσε. Αυτή η κριτική εκτίμηση αποτυπώνεται εξάλλου με ενάργεια στην επιτύμβια επιγραφή του Καζαντζάκη που αναφέρει «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος». Το δεν «φοβούμαι τίποτα» υποδηλώνει τον ηρωικό του πνεύμα και το «δεν ελπίζω» εκφράζει τον μηδενισμό του. Για πολλούς κριτικούς η ατομική συνείδηση του Καζαντζάκη, οι βιωματικές του εμπειρίες, όπως και τα ψυχικά πλέγματα που τον κατάτρυχαν , επικαθόρισαν καθοριστικά την φυσιογνωμία του έργου του. Δεν θα μπορούσε όμως αυτή η εκτίμηση – και με όση ακόμα δόση αληθείας εμπεριέχει – να είναι αντικειμενική. Η καθορι-στική παράμετρος που προσδιόρισε την αισθητική φυσιογνωμία του γίγαντα κρητικού, ήταν το κοινωνικό και πολι-τικό τοπίο της Ελλάδας στις αρχές του 20-ου αιώνα. Μιας Ελλάδας που αγωνίζεται ακόμα για την ακεραίωση της εθνικής ελευθερίας, αφού υπάρχουν εδάφη που τελούν υπο την οθωμανική δουλεία, αλλά και για την αποτίναξη των κατάλοιπων της φεουδαρχίας. Με την αστική της τάξη να αναζητά την ταυτότητά της και να κάνει τα πρώτα της βήματα για την ανάρρηση στην εξουσία. Αλλά και το εργατικό κίνημα της Ελλάδας να κάνει «πρόβα τζενεράλε» μέσα από την εξέγερση των «Λαυρεωτικών», για την διεκδίκηση των κοινωνικών αιτουμένων. Και μέσα σ΄ αυτή την ρευστή και ευδιάπλαστη κοινωνική ατμόσφαιρα, οι Κρήτες επαναστάτες που έρχονται με την ορμή του ανέμου της ελευθερίας τους που πρόσφατα έχουν κατακτήσει, να ενσωματωθούν στον εθνικό κορμό, κομίζοντας την ελπίδα μιας πιο στιβαρής αγωνιστικής παρουσίας, πλασμένης μέσα στην πυρά και τους καπνούς των αγώνων της κρητικής λευτεριάς. Εμβληματικό στοιχείο των οποίων είναι ο μέγας Ελευθέριος Βενιζέλος, που θα ξεκινήσει με την ανάληψη της εξουσίας από την επανάσταση στο Γουδί, την  μακρά πορεία επιβράβευσης των εθνικών δικαίων. Αυτό είναι το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο Καζαντζάκης δημιουργεί το συγγραφικό του έργο, όπου τον κυρίαρχο τόνο στην  κοινωνική ατμό-σφαιρα δίνει η αστική τάξη.

Στον διεθνή ορίζοντα η αστική τάξη γονιμοποιεί την πνευματική της δημιουργία με το στοιχείο του ηρωισμού και της αισιοδοξίας. Στην Αγγλία αυτό το πνεύμα σαρκώνεται  στο έργο του Νταφόε με τον Ροβινσώνα Κρούσο που κατορθώνει την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης να αντεπε-ξέλθει μόνος του – με μοναδικό όπλο την ευφυΐα του - απέναντι  στη μάχη με τα αδυσώπητα στοιχεία της φύσης. Στη Ρωσία ο Μαξίμ Γκόρκι και ενώ οι προλετάριοι είναι προ των πουλών της εξουσίας, προσπαθεί να μπολιάσει την ρούσικη λογοτεχνία με το ηρωικό στοιχείο. Αλλά την ίδια ακόμα εποχή στη Γαλλία που το μήνυμα της Γαλλικής επανάστασης έχει μεταλλαχθεί πια σε ακραία αντίδραση,  ενώ βγαίνουν  μεγάλοι συγγραφείς του αναστήματος των Μπαλζάκ και Φλωμπέρ, τα έργα τους δεν έχουν τα εμπνευστικά πρότυπα του ατομικού ηρωισμού. Συναντά κανείς σ΄ αυτά, όχι ήρωες, αλλά ξεπεσμένες γυναίκες όπως η Μαντάμ Μποβαρύ και διεφθαρμένους νέους, που με περισσή ενάργεια παριστά ο Μπαλζάκ. Στο ρευστό ωστόσο κοινωνικό τοπίο της Ελλάδας επικρατεί μια ενδιάμεση κατάσταση, όπου το ηρωικό στοιχείο, αλλά και το πεσιμιστικό η απογοήτευση, συμπλέκονται αξεδιάλυτα. Άλλωστε η ταπείνωση της Μικρασιατικής καταστροφής έχει αφήσει αδρά τα σημάδια της στον κοινωνικό μας ορίζοντα. Αυτό τον ηθικό δυϊσμό, δηλαδή ηρωικό πνεύμα και απαισιοδοξία, έρχεται να εκφράσει με το πολύπλαγκτο έργο του ο Νίκος Καζαντζάκης. Κάτι που τεκμηριώνεται από την ψυχοσύνθεση των ηρώων που επιλέγει στα έργα του ο Κρήτης δημιουργός. Ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να πλάσει πρωταγωνιστές που θα πείσουν τον αναγνώστη για τον ηρωισμό τους, γιατί εκτιμά ότι η τάξη του, η αστική τάξη, δεν μπορεί να αναθρέψει ήρωες. Προσφεύγει έτσι να τους δανειστεί στην ιστορία. Αντλεί από το ιστορικό πεδίο ήρωες του πνεύματος όπως ο Βούδας και ο Χριστός και της δράσης, όπως ο Χριστόφορος Κολόμβος. Δεν θα συναντήσει έτσι κανείς στα έργα του, απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας, να ανασηκώνονται σε πελώριο ηθικό βάθρο, όπως παρατηρεί ο αναγνώστης στη «Μάνα» του Γκόρκι, όπου η μάνα μια απλή γυναίκα, αναγορεύεται σε σύμβολο ηρωισμού και ηθικής μεγαλοσύνης.  Είναι έκδηλη η αποστροφή του για τον τύπο της αστικής τάξης, που σε κανένα έργο του δεν έχει κεντρική παρουσία.

Άλλωστε ο Καζαντζάκης επιμελώς αποφύγει να γράψει αστικό μυθιστόρημα. Οι συγγραφικές του φόρμες κινούνται γύρω από τις παλιές μορφές του έπους και της τραγωδίας. Στο μυθιστόρημα  θα καταφύγει μόνο κάτω από την πίεση της γυναίκας του, για να λύσουν το βιοτικό τους πρόβλημα, που κάποτε τους γίνεται βραχνάς. Την αλλαγή αυτή για πρώτη φορά την επιχειρεί ο Νίκος Καζαντζάκης με την συγγραφή του «Ζορμπά». Ενός ακόλαστου τύπου, πότη, γυναικά, που βρίσκει τον λυτρωμό μόνο στην ικανοποίηση των ταπεινών ενστίκτων της ζωής και δεν κατατρύχεται καθόλου από μεταφυσικές αγωνίες. Ενώ σε αντιδιαστολή με τον «Ζορμπά», χλευάζεται τους εκπροσώπους των μεταφυσικών αναζητήσεων της ζωής ,τους ιερωμένους. Αυτή η συγγραφική στροφή του Καζαντζάκη θα έλεγε κανείς, ότι συνταυτίζεται με τα αισθητικά πρότυπα του σύγχρονου αστού. Για τούτο και αυτό το μυθιστόρημα γίνεται ανάρπαστο στην Αμερική, που του εξακοντίζει την δημοτικότητα στα ύψη. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο άλλο έργο του συγγραφέα «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» που δεν δικαιώνεται αναγνωστικά και θα δρέψει την αναγνώριση, μόνο σαν κινηματογραφική επιτυχία με τον Ζυλ Ντασσέν. Ο πρωταγωνιστής εδώ είναι ο αντίπους του Ζορμπά. Ένας ταπεινός και καταφρονεμένος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες λοιπόν ο Καζαντζάκης επιστρέφει και πάλι στο ηρωικό μοτίβο, για να εισπράξει και πάλι την αναγνώριση του αναγνωστικού κοινού. Αυτό το κατορθώνει με την επικού χαρακτήρα δημιουργία του – έστω και μικρών διαστάσεων – «Ο καπετάν Μιχάλης», όπου πραγματοποιεί μια πανοραμική κάτοψη των ηθικών αρετών της κρητικής ζωής. Λεβεντιά, αυτοθυσία, ηρωισμός. Στη δύση όμως της συγγραφικής του δημιουργίας ο Καζαντζάκης θα επιχειρήσει μια ακόμα συγγραφική στροφή. Φεύγει από το πεδίο της δράσης και επανακάμπτει στο πεδίο του πνεύματος. Κεντρικά του πρόσωπα τώρα ο Χριστός στο έργο του «Ο τελευταίος πειρασμός» και ο Άγιος Φραγκίσκος στον «Φτωχούλη του θεού». Ο Νίκος Καζαντζάκης μεσα από το πλατύ και ευρυδιάστατο συγγραφικό έργο του, που εκτείνεται από την ποίηση μέχρι το θέατρο και έχοντας ίσως το πιο στέρεο φιλοσοφικό υπόβαθρο έλληνα συγγραφέα, αποτελεί μαζί με τους Οδυσσέα Ελύτη και Γιώργο Σεφέρη, τον οικουμενικότερο και πιο διαβασμένο έλληνα πνευματικό δημιουργό, ανεξάρτητα από τις τεκμηριωμένες πολλές φορές ενστάσεις της κριτικής. Είδε το φως της ζωής στις 18 Φεβρουαρίου του 1883 και απεβίωσε στις 26 Οκτωβρίου του 1957.   Το παρόν κείμενό μου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Ηλείας "ΑΥΓΗ", στη στήλη κορυφαίοι της Ελληνικής Γραμματολογίας και σε άλλα περιοδικά κοινωνικού και πολιτισμικού στοχασμού

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος είναι M.Sc. Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »