ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ

 ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ

Γράφει ο Πάνος Αβραμόπουλος

Η χώρα βιώνει σήμερα μια άνευ προηγουμένου κοινωνική, οικονομική και πάνω από όλα πολιτισμική κρίση. Ένδεια οραμάτων και απουσία κάθε ελπίδας αναγέννησης, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τον καμβά της τρέχουσας κοινωνικής μας πραγματικότητας. Ως θλιβερός απότοκος της μεταπολιτευτικής πολιτικής μας τάξης, που βουτηγμένη στην κομματική ιδιοτέλεια και στον συντεχνιακό καιροσκοπισμό, δεν φρόντισε να εξυγιάνει τα δημόσια ήθη, να προτάξει και να καλλιεργήσει πρότυπα που θα έδιναν όραμα προόδου και ηθικής ευημερίας στην νεολαία και εγκατέλειψε έτσι τον τόπο στην μοίρα του και στις μακροχρόνιες πολιτικές δουλείες και υστερήσεις του. Απέναντι σ΄αυτή την γκρίζα πραγματικότητα που προξενεί καθολική κατάπτωση, παραθέτουμε στο παρόν σημείωμα, ένα πρότυπο ελληνίδας, που με την πολυεπίπεδη και ογκωδέστατη πολιτισμική και κοινωνική παρουσία της, το αδαμάντινο πολιτισμικό ήθος της, τίμησε την πατρίδα και σήκωσε με τα καλλιτεχνικά της επιτεύγματα πολλές φορές την Ελλάδα ψηλά, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της οικουμένης. Την αλησμόνητη Μαρία Κάλλας. Προσήγγισε ασύλληπτες βουνοκορφές καλλιτεχνικής καταξίωσης, αναγνωρίστηκε ως ένα σπάνιο και πολυεδρικό ταλέντο στο δύσβατο πεδίο του λυρικού μελοδράματος, αποθεώθηκε απο όλο το παγκόσμιο κοινό της τέχνης ως η μεγαλύτερη ντίβα της όπερας στον εικοστό αιώνα και αποτελεί αδιαμφισβήτητα την μεγαλύτερη Ελληνίδα στο φάσμα του πολιτισμού όλων των εποχών. Πέρασε ως αστρικό μετέωρο απο την σκάλα του Μιλάνου, την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης και τα άλλα δυσπροσέγγιστα σαλόνια της υψηλής λυρικής τέχνης και αποτύπωσε αδρά τα αχνάρια της στον λεπταίσθητο χώρο της λυρικής δημιουργίας. Άλλοτε ως τραγική «Μήδεια», κάποτε ως μοιραία «Νόρμα», ενίοτε ως δραματική «Τόσκα», η ανεπανάληπτη Μαρία Κάλλας, κατά κόσμον Καλογεροπούλου, συνέγειρε το απαιτητικό λυρικό κοινό και δονούσε με τις απίστευτες οκτάβες της φωνής της, τα λυρικά σαλόνια. Θα κερδίσει κάθε δόξα και τιμή, θα κάνει έναν πολύκροτο γάμο, με τον ιταλό μεγαλοβιομήχανο Τζαπατίνστα Μενεγκίνι, θα απολαύσει βακχικά τον έρωτα στο πρόσωπο του Έλληνα μεγιστάνα του πλούτου Αριστοτέλη Ωνάση, για να βυθιστεί στην απέραντη θάλασσα της απελπισίας και των αβυσσαλέων ψυχολογικών της αδιεξόδων, που θα συνεπιφέρουν τελικά τον θάνατό της στο Παρίσι στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977. Σίγουρα όμως η Μαρία Κάλλας σήκωσε στους πελώριους καλλιτεχνικά ώμους της την Ελλάδα πολύ ψηλά στο παγκόσμιο πολιτισμικό στερέωμα και δικαίως θεωρείται η κορυφαία γυναίκα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Λάμψη, παγκόσμια δόξα, ασύλληπτες τιμές, πλούτος και έρωτες, συνθέτουν το παζλ της βιοτροπίας της ανεπανάλητπης αυτής ελληνίδας. Η Μαρία Καλογεροπούλου όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, είδε το φως της ζωής στη Νέα Υόρκη στις 2 Δεκεμβρίου του 1923. Ο πατέρας της ήταν έλληνας μετανάστης της Αμερικής, φαρμακοποιός το επαγγέλματι, που είχε γεννηθεί στη Σκάλα της Μεσσηνίας.

Τα χρόνια της κατοχής την βρίσκουν στην Αθήνα, μαζί με την μητέρα της και την αδελφή της. Οι στερήσεις και δυσκολίες της κατοχικής περιόδου, σκιάζουν αδιαφιλονίκητα την εφηβεία της και το άνοιγμα της ευαισθησίας της στην τέχνη. Πάραυτα προικοδοτημένη με την θεία δίψα για το μελόδραμα, ξεκινά ανώτερες σπουδές φωνητικής στο Εθνικό Ωδείο, μεσούσης της κατοχής. Θα ευτυχήσει μέσα σε όλες τις δυσκολίες να έχει μια λαμπρή δασκάλα την Ελβίρα Ιντάλγκο, που αμέσως ανιχνεύει το μεγάλο ταλέντο που έχει στα χέρια της. Χαρακτηριστικά η διορατική δασκάλα της Μαρίας, της λέει πως η φωνή της θα μείνει στην ιστορία της όπερας και πως πρέπει να αναζητήσει την τύχη της στο εξωτερικό. Αυτο και θα κάνει η νεαρή, δυναμική και ακαταπόνητη στη φωνητική Μαρία. Με το πέρας του πολέμου το 1945 επακανακάμπτει στην Αμερική, όπου προσπαθεί επιμόνως να εργαστεί στην περίφημη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης. Δεν θα τα καταφέρει. Ωστόσο η επαφή της με τον διευθυντή της Όπερας, φέρνει την προσφορά δυο ρόλων. Της προτείνεται να τραγουδήσει στα έργα «Φιντέλιο» του Μπετόβεν και Μαντάμ Μπατερφλάι του Πουτσίνι. Τους απορρίπτει και τους δυο. Αφενός μεν δεν θέλει να τραγουδήσει στα αγγλικά στον «Φιντέλιο», μήτε και να υποδυθεί την αέρινη Μπάτερφλάι, αφού έχει επίγνωση του μεγάλου της βάρους. Μια γνωριμία όμως με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Αρένας της Βερόνα, Τζιοβάννι Τζενατέλλο, της ανοίγει την πόρτα για τα λυρικά σαλόνια της Ιταλίας. Και ξεκινάει έτσι την μακρά πορεία, της καλλιτεχνικής της απογείωσης. Τον Αύγουστο του 1947 κάνει ντεμπούτο στην Αρένα της Βερόνα με την «Τζοκόντα» του Αμιλκάρε Πονκιέλι.

Την ίδια περίοδο γνωρίζετε και με τον εξαίρετο μαέστρο Ιούλιο Σεραφίν και υπο την καθοδήγησή του υποδύεται στη Βενετία την «Ιζόλδη», στο έργο «Τριστάνος και Ιζόλδη». Μια άλλη γνωριμία όμως τώρα της φιλόδοξης, αλλά ακαταπόνητης στο λυρικό πεδίο ελληνίδας, θα αλλάξει άρδην τη ζωή και την καριέρα της και σε σύντομο χρονικό διάστημα θα την εξακοντίσει στα ύψη. Γνωρίζετε έτσι με τον ιταλό μεγαλοβιομήχανο Μπατίστα Μενεγκίνι, που γοητεύεται απο την ταλαντούχο υψίφωνο και σύντομα αναγορεύτεται στον μέντορά της, αφού προκύψει μεταξύ τους και ένας έρωτας. Στις 21Απριλίου 1949, θα παντρευτούν και έκτοτε ο Μενεγκίνι αφού την απαλλάξει απο κάθε βιοτική μέριμνα και της ικανοποιεί οιαδήποτε επιθυμία, γίνεται ο φύλακας άγγελός της και ξεκινά την οικοδόμηση της λαμπρής της σταδιοδρομίας. Στην υπηρεσία αυτού του βαθύπνοου στόχου, θέτει την οικο-νομική του αυτοδυναμία και τις πανίσχυρες κοινωνικές του γνωριμίες. Και είναι τελικά ο συγκερασμός της απύθμενης φιλοδοξίας του ζεύγους, που θα οδηγήσουν στην δημιουργία του ασύλληπτου μύθου στην λυρική τέχνη «Μαρία Κάλλας». Πρώτο και βασικό μέλημα του Μενεγκίνι, είναι να χάσει η Μαρία τα πολλά κιλά της. Είναι υπέρβαρη κατά 40 κιλά !!! στα οποία την είχε οδηγήσει η βουλιμία, απο τις στερήσεις της κατοχικής Αθήνας. Και θα κατορθώσει η μεγάλη υψίφωνος να χάσει τα περιτά κιλά της, χωρίς να θραυστεί η βιολογική της ισορροπία και να εξασθενίσει η θεϊκή φωνή της. Αφού επιτευχθεί έτσι η μεταμόρφωσή της, η Μαρία πραγματοποιεί καλλιτεχνικές εμφανίσεις στο Μπουένος Άυρες και το 1950 στο Μεξικό.Μια μεγάλη ντίβα του λυρικού δράματος έχει γεννηθεί και ο δρόμος πρός την παγκόσμια καταξίωση είναι ανοιχτός. Τον Δεκέμβριο του 1951 η Κάλλας ξεκινάει την σεζόν στην Σκάλα του Μιλάνου με τον «Σικελικό Εσπερινό», παρουσία που προοικονομεί την φρενήρη καλλιτεχνική της πορεία. Στην δεκαετία που θα ακολουθήσει η Σκάλα του Μιλάνου θα καταστεί ο χώρος του θριάμβου για την μεγάλη ελληνίδα, που θα πραγματώσει ασύλληπτης καλλιτεχνικής αξίας εμφανίσεις. Η μια μετά την άλλη οι λυρικές της παρουσίες, της χαρίζουν παγκόσμια αναγνώριση και την καθιστούν το επίκεντρο του παγκόσμιου λυρικού ενδιαφέροντος. Το 1955 η Μαρία, πραγματοποιεί μια αριστουργηματική εμφάνιση, που θα μείνει ως σημείο αναφοράς στα ιστορικά δρώμενα της όπερας. Πρωταγωνιστεί στην «Τραβιάτα» του Βέρντι, σε σκηνοθεσία ενός άλλου μάγου της τέχνης του απαράμιλλου σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι (ο δημιουργός των αλησμόνητων ταινιών «Γατόπαρδος», «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του», με την μεγάλη Μαρια Παξινού που θα αποσπάσει και το μοναδικό έλληνικό Όσκαρ ερμηνείας, και τον Αλαίν Ντελόν κ.α. σπουδαίων επιτυχιών). Ο Βισκόντι μαγεμένος απο την αρχαιοελληνική έκφραση της Κάλλας, που θαρρείς πως ξεπηδούσε με κείνη την ανεκδιήγητη ηθική της ένταση απο αρχαία τραγωδία, θα δηλώσει χαρακτηριστικά «Χωρίς τις ελληνικές καταβολές της, η φωνή της δε θα ήτανε τόσο συγκλονιστική, για το πνεύμα και το παίξιμο της, τόσο εντυπωσιακά τραγικό στη Μήδεια και στη Νόρμα...». Πίστευε ο μεγάλος δημιουργός πως η ελληνική φύση και ιδιοσυστασία της Μαρίας, είχαν καταλυτικά επικαθορίσει το ταλέντο και τη λυρική της ταυτότητα. Τον Οκτώβριο του 1956 η Μαρία κάνει την πρώτη της εφάνιση ως ταλαντούχος πλέον ντίβα της όπερας στην Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, στο ρόλο της «Νόρμας» στο ομώνυμο έργο του Μπελλίνι και η ερμηνεία της είναι συγκλονιστική. Αποσπάει την επιδοκιμασία της παγκόσμιας κριτικής του μελοδράματος και οικοδομεί σταδιακά την παντοκρατορία της. Τον Αύγουστο του 1957 επανακάμπτει στην Ελλάδα για να συμμετάσχει σε παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών – το οποίο είχε θεσπιστεί το 1955, με πρωτοβουλία του αοίδιμου πρωθυπουργού μας Γεωργίου Ράλλη, τότε υπουργού προεδρίας στην κυβέρνηση Παπάγου και με την αρωγή του διάσημου έλληνα σκηνοθέτη του θεάτρου στην Αμερική Ντίνου Γιαννόπουλου, που είχε μετακληθεί για το σκοπό αυτό. Το καλοκαίρι ωστόσο αυτό θα αποβεί μοιραίο για την ζωή της μεγάλης μας υψιφώνου. Δυο μήνες ενωρίτερα σε πάρτυ που διοργανώνει η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ, γνωρίζει τον έλληνα μεγιστάνα του πλούτου, τον εκκεντρικό Σμυρνιό Αριστοτέλη Ωνάση. Η γνωριμία τους και ο φλογερός έρωτας που θα αναπτυχθεί μεταξύ τους, μονοπωλεί τα πρωτοσέλιδα των κοσμικογραφικών εφημερίδων του παγκόσμιου τζετ σετ. Το 1960 η Ελληνίδα ντίβα κατεβαίνει στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και υποδύεται την «Νόρμα», σε μια καταιγιστική λυρική ερμηνεία. Και ένα χρόνο αργότερα αποθεώνεται στην κυριολεξία παίζοντας την «Μήδεια» σε μια αριστουργηματική παράσταση του μεγάλου μας θεατράνθρωπου Αλέξη Μινωτή. Την ίδια παράσταση θα ανεβάσει το 1962 στη Σκάλα του Μιλάνου πραγματώνοντας γιγάντια επιτυχία σε σκηνοθεσία Μινωτή και σκηνικά του λεπταίσθητου μύστη της σκηνογραφίας Γιάννη Τσαρούχη. Και το 1964 υπο την καθοδήγηση ενός άλλου μεγάλου της σκηνοθεσίας, του Φράνκο Τζεφιρέλι συμμετέχει στην «Τόσκα» στην σκηνή του Κόβεντ Γκάντεν (Covent Garden). Η ερμηνεία της είναι συγκλονιστική και δικαιώνοντας τον Τζεφιρέλι, αποσπά τις εκγωμιαστικότερες κριτικές. Ενώ την ίδια χρονιά θα καταγάγει έναν ακόμα καλλιτεχνικό θρίαμβο ερμηνεύοντας στην Όπερα των Παρισίων την «Νόρμα». Ήδη ωστόσο έχουν αρχίσει να αναφαίνονται και τα πρώτα προβλήματα στην φωνή της ελληνίδας ντίβας. Τον Ιούλιο του 1965 πραγματοποιεί την κύκνεια παρουσία της στο Κόβεντ Γκάρντεν με την «Τόσκα» σε σκηνοθεσία του Φράνκο Τζεφιρέλι. Ζει έναν ξέφρενο έρωτα με τον Έλληνα μεγιστάνα και προσβλέπει σε πρότασή του για γάμο. Γιατί αλήθεια η Μαρία πέρα απο την στοργική παρουσία του Μενεγκίνι, που τόσα σαν «πατέρας» της είχε προσφέρει, κατά βάση ήταν ένας βαθύτατα μοναχικός άνθρωπος.Πίσω απο την χρυσόσκονη και την εκτυφλωτική λάμψη της παγκόσμιας επιτυχίας της, κρύβονταν μια πελώρια ηθική θλίψη. Και στο γάμο που ευελπιστούσε με τον Ωνάση, πρόσβλεπε να βρεί την αληθινή συζυγική ευτυχία. Η παγερή θραύση άλλωστε αυτού του ερωτικού ονείρου που ζούσε, θα την τσάκιζε ψυχολογικά και θα την έριχνε στη κυματώδη θάλασσα της απελπισίας. Το 1966 αποφασίζει έτσι να αποποιηθεί την αμερικάνικη υπηκοότητα, λαμβάνοντας την ελληνική και λύνοντας και επίσημα τον γάμο της με τον Μενεγκίνι, να ανοίξει ο δρόμος για να παντρευτεί τον Ωνάση. Μάλιστα με τον Ωνάση βάσιμες φήμες κατατείνουν, στο ότι είχε αποκτήσει ένα παιδάκι που τόσο απεγνωσμένα αποζητούσε στη ζωή. Ήταν ένα αγοράκι το οποίο το έχασε κατά την γέννησή του και μόλις πρόλαβε να το βαπτίσει Όμηρο... Κηδεύτηκε κατά ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες με άκρα μυστικότητα, σε κοιμητήριο στο Μπρέσο του Μιλάνου. Προσβλέπει σε γάμο της με τον Ωνάση λοιπόν, με τον οποίο διατηρεί ένα θυελλώδη δεσμό για μια δεκαετία, αλλά τελικά διαψεύδεται οικτρά και καταρρέει. Ο έλληνας κροίσος του οποίου η φιλοδοξία δεν έχει όρια, παντρεύεται στις 8 Ιουλίου του 1968 την χήρα του Αμερικανού προέδρου Τζάκυ Κέννεντυ. Αγαπά την Μαρία, αλλά και ποιός μπορεί να τον εμποδίσει να παντρευτεί την απαστράπτουσα χήρα του αμερι-κανού προέδρου Τζάκυ, σε έναν γάμο του οποίου η φήμη, γονιμοποιεί ατέρμονα τις ακόρεστες φιλοδοξίες του; Ο γάμος αυτός θα σημάνει αυτόχρημα την ψυχολογική ισοπέδωση για την μεγάλη μας ντίβα, που δεν αργεί να αποζητήσει τη λύτρωση στους τεχνητούς παραδείσους των βαρβιτουρικών. Καταβάλλει προσπάθεια να ανακτήσει τις δυνάμεις της και με την επάνοδο στη λυρική σκηνή να ξαναβρεί τον εαυτόν της. Η αντίστροφη μέτρηση όμως έχει αρχίσει. Ετσι το 1969 γυρίζει κινηματογραφικά την «Μήδεια» σε σκηνοθε-σία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, εγχείρημα που θα τύχει της δυσπιστίας του κοινού στις κινηματογραφικές αίθουσες. Και τον Μάιο του 1970 μετά απο μια απόπειρα αυτοκτονίας με βαρβιτουρικά, εισάγεται στο νοσοκομείο. Το 1973 θα κάνει πάλι απόπειρα επανόδου, συνσκηνοθετώντας στο Τορίνο με τον Τζουζέπε ντι Στέφανο την παράσταση «Σικελικοί Εσπερινοί» (I Vespri Sicillian) και ξεκινάει μαζί του, μια παγκόσμια περιοδεία. Τον Δεκέμβριο του ίδου έτους όμως, η μεγάλη μας υψίφωνος θα ξαναγνωρίσει και πάλι την επιδοκιμασία στην Όπερα των Παρισίων, όπου το διψασμένο κοινό θέλει εναγωνίως να ξανακού-σει την αγαπημένη του πριμαντόνα. Η ερμηνεία της αυτή την φορά – σαν να επιθυμεί να χαιρετίσει για τελευταία φορά την αγαπημένη της Όπερα - είναι συγλονιστική, το κοινό την αποθεώνει και την καλεί καταχειροκροτώντας την στην σκηνή 10 φορές, σε ένα αληθινό περιβάλλον ηθικής έξαρσης. Για τελευταία φορά η Μαρία Κάλλας, θα εμφανιστεί στην πόλη Σαππόρο της ιαπωνίας, τον Δεκέμβριο του 1974. Εκτοτε θα αποσυρθεί διαλυμμένη ψυχολογικά στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, προσπαθώντας να απεξαρτηθεί απο την έξη των βαρβιτουρικών, που της προσφέρουν την μοναδική λύτρωση, απο τα αβυσσαλέα ψυχολογικά της αδιέξοδα. Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1997 στο Παρίσι, η απαράμιλλη ελληνίδα, που είχε εκτρέψει τον ρού του παγκό-σμιου λυρικού μελοδράματος, φεύγει απο το εξαίσιο θαύμα της ζωής. Η κηδεία της θα γίνει στις 20 Σεπτεμβρίου και κατά επιθυμία της, η σωρός της θα αποτεφρωθεί, και η τέφρα της θα ριφθεί στο Αιγαίο. Στο καταγάλανο Αιγαίο, που αντικατόπτριζε όσο τίποτα άλλο, την ηθική δύναμη, την ομορφιά, την αρμονία, αλλά και την αδιαπραγμάτευτη αίσθηση ελευθερίας, της μοναδικής στα παγκόσμια χρονικά της όπερας ελληνίδας πριμαντόνας. Η αλγεινή είδηση του θανάτου της σκόρπισε ρίγη θλίψης και συσβάσταχτου ηθικού πόνου, στην παγκόσμια καλλιτεχνική κοινότητα. Μια έπαλξη σύμβολο της παγκόσμιας καλλιτεχνικής δημιουργίας, είχε σιγήσει για πάντα. Και μαζί της είχε σβήσει το μεγαλείο και η λάμψη μιας μοναδικής και ταραχώδους ζωής, που σε πολλές της διαστάσεις, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις της, τις ανόδους και τις πτώσεις της, θύμιζε πραγματικά παραμύθι. Πλήθος αρχηγών κρατών, προσωπικοτήτων κύρους του παγκόσμιου πολτισμού, αλλά και του διεθνούς τζέτ σετ – στά άδυτα του οποίου είχε ασύνειδα εισχωρήσει, μέσω ενός δραματικού έρωτα – έσπευσε να συνοδεύσει την μεγάλη πριμαντόνα στην τελευταία της κατοικία. Αυτή την αστείρευτα φιλόδοξη, πείσμονα και ακαταπόνητη σε εργατικότητα μαθήτρια του Ωδείου Αθηνών, της κατοχικής Αθήνας ,που ξεκίνησε απο την οδό Πατησίων, για να «υποδουλώσει» την παγκόσμια λυρική σκηνή, επιτυγχάνοντας μια μοναδική στα χρονικά καλλιτεχνική παντοδυναμία, αλλά και να γραφεί με χρυσά γράμματα το ονόμά της, στα επιτεύγματα του παγκόσμιου πολιτισμού. Η Μαρία άλλωστε, αυτή η μελαχροινή αρχαιοελληνική θεά, μάγευε πάντα και στη σκάλα του Μιλάνου και στην ζωή. Σύνδρομα και διαπλαστικά της ηθικής γοητείας της σαν ανθρώπου, είναι τα σχόλια εδώ, του πατέρα της νίκης του Β΄παγκοσμίου πολέμου και ατίμητου συνδαιτημόνα του έλληνα κροίσου Αριστοτέλη Ωνάση, σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ. Όταν έτσι ο τούρκος πρωθυπουργός Μεντερές κι ο υπουργός εξωτερικών της Τουρκίας Ζορλού είχαν ανέβει στη θαλαμηγό του Ωνάση "Χριστίνα" να υποβάλουνε τα σέβη τους στον Πατέρα της Νίκης, το γέρικο λιοντάρι της Αλβιόνας είχε μετά συζήτηση με τον Πατριάρχη Αθηναγόρα και τον Ωνάση. Και τους ρώτησε: «Τι λαός είσαστε εσείς οι Έλληνες; Την ημέρα σάς ξεριζώνουν και ολονυχτίς ξαναβλασταίνετε! Και τι βλαστάρια; Ο ανθός της Γης, σαν τη Μαρία !!!! ...»

Αλλά πως προσδιόριζε την ψυχοσύνθεσή της η μεγάλη ελληνίδα, μέσα απο τους μελοδραματικούς της ρόλους; Θα πεί χαρακτηριστικά «Όποτε ερμηνεύω τη Νόρμα είμαι ευτυχισμένη. Είναι ο αγαπημένος μου ρόλος. Νομίζω ότι της μοιάζω. Είναι πολύ υπερήφανη για να δείξει τα πραγματικά της αισθήματα, αλλά στο τέλος υποκύπτει». Μια γυναίκα δηλαδή, που δέχεται τα οδυνηρά χτυπήματα της μοίρας, την οποία όμως έχει με τον τρόπο της συνδιαμορφώσει ...

Τι ήταν τελικά η απαράμιλλη αυτή ελληνίδα, που συγκλόνισε καλλιτεχνικά την ανθρωπότητα και άφησε ανέξάλειπτα το στίγμα της στον παγκόσμιο πολιτισμό; Ένα ποίημα της φύσης, ενσαρκωμένο σε ακένωτο καλλιτεχνικό ταλέντο; Το μεγαλείο της αδούλωτης ελληνικής ψυχής που κατορθώνει πάντοτε με ανεξάντλητες ηθικές δυνάμεις, να μεταμοφώνει την αντιδρομή των καιρών σε σπάνια πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία; Η η ενσάρκωση των τραγικών πορτραίτων της αρχαι-οελληνικής δραματουργίας στη ζωή; Σίγουρα το καθένα απο αυτά και όλα τους μαζί. Ίσως όμως και μια χούφτα ηθικά τιμημένη στάχτη, στα νερά του καταγάλανου Αιγαίου !!!  Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευθεί στις εφημερίδες της Ηλείας "ΠΑΤΡΙΣ" και "ΑΥΓΗ" και σε περιοδικά πολιτισμικού περιεχομένου.

*Ο συγγραφέας Πάνος Ν. Αβραμόπουλος είναι M.Sc. Δ/χος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Πηγή : www.panosavramopoulos.blogspot.gr

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »